-Η βρύση της Μπούχαλης ήταν εκεί στους Αγιαποστόλους, 25 μέτρα απ το Ιερό και δίπλα της ήταν μια τεράστια καρυδιά. Πέντε άντρες θέλανε, για να την αγκαλιάσουν.
Την κόψανε οι Ιταλοί να κάνουνε καταφύγια και τη βρύση την πήγαν εκεί, που είναι σήμερα το καφενείο του Κούτσικου, γιατί την πάτησε ένα άρμα μάχης. Πολύ αργότερα τη βάλανε στη θέση που είναι σήμερα. Νομίζω θα ήταν τότε, που χτίστηκε ο Υγειονομικός Σταθμός της Βόνιτσας
Καταμεσήμερο μας έστειλε στη βρύση αυτή με το μπότι, η μάνα του Αλέξη του Μάρη να της πάρουμε κρύο νεράκι να δροσιστεί, όταν ακούστηκε από μακρυά ο βόμβος ενός Εγγλέζικου αεροπλάνου και το κροτάλισμα των πολυβόλων του. Πέρασε χαμηλά πάνω απ τα κλωνάρια της καρυδιάς κι έφυγε προς την Πάλαιρο, όπου και έπεσε χτυπημένο απ τα αντιαεροπορικά της Πρέβεζας. Το μπότι γύρισε στην κυρά του μισογεμάτο, απ την τρομάρα που πήραμε.
Κοντά στο σπίτι του Αλέξη ήταν και το σπίτι του μπάρμπα Γιώργου του Καραμπίνη, αποτελούμενο όπως και πολλά άλλα σπίτια της Μπούχαλης από ένα και μόνο δωμάτιο κι εκεί μπήκαμε.
Είχε μέσα ένα ξύλινο κρεβάτι, ένα γιούκο με σαγίσματα, ένα μπαούλο με σκουτιά και το τζάκι. Ήταν χωρίς ταβάνι και το χωματένιο δάπεδό του, ήταν αλίμενο με πηλό, ζυμωμένο με άχυρα και γελαδίσια σβουνιά.
Μπήκαμε μέσα σαν στο σπίτι μας, γιατί στα χρόνια της κατοχής -πέρ απ την αγάπη μεταξύ των κατοίκων της γειτονιάς μας- υπήρχε και μεγάλη αλληλεγγύη. Ο ένας έδινε στον άλλον ότι του περίσσευε και περισσότερα ο μπάρμπα Γιώργος που είχε και τρία γελάδια στη Μαγούλα, που τα φύλαγε ο γιος του ο Πάνος.
Ήταν γιόμα.
Έστρωσε η κυρά Γιαννούλα το στρωσίδι καταής, έβαλε και την καρδάρα με το ξινόγαλο στη μέση – με μπόλικη μπομπότα τριμμένη μέσα του – και καθισμένοι όλοι μας ολόγυρα σταυροπόδι, προσπαθούσαμε να μπαλώσουμε την πείνα μας μ ένα ξύλινο κουτάλι, που έφερνε βόλτα από στόμα σε στόμα. Το κουτάλι όμως ήταν πολύ μεγάλο για μας τα μικρά και πιο πολύ τραβάγαμε και τσιτώναμε με τον αέρα, παρά με το ξινόγαλο.
Γύρω από κάθε σπίτι σαν κι αυτό, που το κατοικούσαν συνήθως περισσότερα από τέσσερα άτομα, άπλωνε η αυλή με το κοτέτσι, το φούρνο και την αχυροσκεπασμένη καλύβα, που ήταν φτιαγμένη από πλεγμένες βέργες λυγαριάς.
Τα πέτρινα σπίτια σαν κι αυτό του μπάρμπα Γιώργου ήτανε λιγοστά. Υπήρχαν όμως και άλλα πιο φτωχικά που ήταν σκέτες αχυροκαλύβες. Όλα αυτά ήταν ανάκατα σε κάθε γειτονιά κι όλες μαζί οι γειτονιές επικοινωνούσαν μεταξύ τους με σοκάκια.
Οι καρόδρομοι αν υπήρχαν ήταν γεμάτοι λακκούβες με λασπόνερα κι οι βρύσες που τρέχανε τα νερά τους μέρα και νύχτα ασταμάτητα, ήτανε απόμακρες και λιγοστές.
Στου Χελά ήταν μια βρύση κάτω από μια πελώρια λεύκα.
Εκεί μας μάζευε η βάβω του Γιάννη του Χελά -η γιαγιά Σταμούλα- και μας μάθαινε τα πρώτα προσχολικά τραγουδάκια.
-Ελάτε παιδάκια, όλα μαζί. Κι εμείς καμιά δεκαριά μικρά ολόγυρά της, τραγουδούσαμε με όλη η δύναμή μας.
Μία παπαδιά κοσκίναγε, πλάτσα – πλούτσα ο κώλος της,
ζητά να βρει το ταίρι της και άλλα που δε λέγονται.
Ανώτερη μόρφωση σας λέω, πριν καλά καλά πάμε στο σχολείο.
Φαίνεται πως η γιαγιά Σταμούλα, είχε διαφορές με κάποια γειτόνισσα κι έβαζε εμάς τα μικρά, να βγάλουμε το φίδι απ την τρύπα.
Στην παραλία ήταν άλλη μια βρύση εκεί κοντά στο φανάρι.
Σ αυτήν πλενόταν κάθε πρωί η κυρά Βούλα η Κουκούλενα.
Έλυνε τα άσπρα της μαλλιά, που φτάνανε μέχρι τα γόνατά της και μετά άρχιζε να τα πλέκει σε κοτσίδα.
Ήταν απόλαυση να την ακούς πρωί – πρωί, να λέει τα κουτσουκέφαλα με τους ψαράδες που ξεψάριαζαν τα δίχτυα τους εκεί και να ξομπλιάζει τα γεγονότα της ημέρας.
Στην πλατεία ήταν διπλή με δύο μαρμάρινες γούρνες καταής και μια στον Άι-Νικόλα, κολλητά στη πέτρινη μάντρα του καμπαναριού του.
Ήταν και άλλες που κάποτε θα σας τις ιστορήσω μια μια ξεχωριστά, μιας και ολόγυρά τους κυλούσαν τα παιδικά μας χρόνια και σβήνανε την άψα του παιχνιδιού με τα κρυσταλλένια νερά της Κορπής.
Τότε οι βρύσες τρέχανε τα νερά τους μέρα και νύχτα και η κάθε μια της είχε και το δικό της σκοπό. Άκουγες μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, τις βρύσες να σιγομουρμουρίζουνε και τα βατράχια να κοάζουν από μακριά κι απολάμβανες μια φανταστική συναυλία.
Ευάγγελος Πάτσης. -Θα ήταν ωραία τα παιδικά σας χρόνια τότε. Παιχνίδια όλη μέρα και το βράδυ κρυφτό και νύχτοεπιδρομές στις κουρουμπλιές.
Τότε δεν είχαμε μπάλες. Παίζαμε τον μπίκο, την αμπάρτζα, τη σκλέτζα, τη γουρούνα με τις τζόρες κι άλλα παιχνίδια ξυπόλητα και νηστικά και δεν πηγαίναμε σπίτι όταν πεινάγαμε, γιατί ξέραμε πως δεν υπάρχει φαΐ.
ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΑΣ
Περνούσαμε το περιβόλι του Καλύβα με τα φανταστικά σύκα, που ήταν καλά φραγμένο και στο πρώτο χαντάκι που βρίσκαμε, βγάζαμε να φάμε χοντρά αγριοσέλινα, αν και στα δέκα μέτρα πιο πάνω απ τα μυρωδάτα μας σέλινα υπήρχανε ψοφίμια στο νερό.
Μετά πηγαίναμε να στήσουμε παγίδες για πουλιά.
Περνούσαμε κι απ το περιβόλι του μπάρμπα Μήτσου του Μασούρα, που ήταν στο δρόμο μας και είχε πολλά είδη φρούτων όλο το χρόνο κι από κει διαβαίναμε στις Μαγούλες για αγραπίδια.
Τρώγαμε και φραγκόσυκα και στο τέλος στούπωνε ο κώλος μας.
Στην περίπτωση αυτή είχαμε βρει τη λύση. Με μια δυο καταψές θαλασσινό νερό στα Χοντρά-Χαλίκια, λύναμε το πρόβλημα.
Είχαμε κι άλλα γιατροσόφια, για κάθε λογής περιστατικά και παθήμα-τα. Καθώς είμαστε ξυπόλητα και γυρίζαμε όλη τη μέρα εδώ και κει, όταν πατάγαμε καμιά τσαρουχόπροκα ή κανένα γερμανικό καρφί μέσα σε κοπριές, πρηζόταν η φτέρνα μας και γινόταν σαν δυο γροθιές μαζί.
Βάζαμε τότε ένα κρεμμύδι στη χόβολη, για να ψηθεί καλά, Το ανοίγαμε στη μέση και ζεματιστό καθώς ήταν, το βάζαμε πάνω στη φτέρνα και το δέναμε με ένα κουρέλι, γιατί μαντίλι δεν είχαμε ούτε για τις μύξες μας.
Έτσι περνούσαν πέντε έξι μέρες κουτσαίνοντας και περπατώντας στα μπροστινά δάχτυλα του πονεμένου ποδιού, συνεχίζαμε τις περιπλανήσεις μας.
Ξέραμε απ έξω κι ανακατωτά, που είναι το κάθε δέντρο. Πού βρίσκεται η κάθε μηλιά, η κάθε αχλάδια, οι βερικοκιές, οι μουσμουλιές, οι μελικοκιές, οι κουτσφιές, οι τζιτζιφιές, τ απίδια, τα βερίκοκα, ακόμα και που είναι οι καλύτερες γατσουμπριές.
Τα σκάμνα όμως και τα σύκα σας βεβαιώνω πως είναι ότι το καλύτερο. Να φας σκομαϊδα, είναι το κάτι άλλο. Μην τη ψάχνεις μέσα. Άνοιξε το στόμα σου και χάπστειν. Μούρλια.
Σκομαϊδες είναι τα παραγινωμένα σύκα, που στο τέλος πέφτουν απ τη συκιά.
Μέχρι και ο Μπάρμπα Γιώργος τις αναφέρει στο έργο του Καραγκιόζη, όταν λέει στην κυρα Γιώργαινα να του ετοιμάσει τη φουστανέλα του το σλάχ και τα τσαρούχια, για να κατεβ κατά του παζάρ κι όταν τον δουν τα κοπελούδια, θα πέφτουν απ τα ψιλά μπαλκόνια σαν τς σκουμαϊδες.
Κι ο Νιόνιος ανεβασμένος σε μια συκιά, ρωτάει τον Καραγκιόζη αν οι σκομαϊδες έχουνε άντερα, γιατί απ τη γλύκα δεν κατάλαβε πως αντί για σύκο, έτρωγε ένα δενδρόβιο βάτραχο.
-Έχει Τζογούλια μου ο σύκος άντερα και μακριά ποδάρια;
-Έχει και παράχ, του απάντησε ο Καραγκιόζης
Προσοχή όμως, γιατί οι συκιές είναι το δέντρο του διαόλου. Δεν κάνει να κοιμηθείς στον ίσκιο τους, γιατί θα διαολιάσεις.
Για να στο αποδείξω, πάρε ένα τζάμι κι ένα κερί αναμμένο και κάτσε κάτω απ τη συκιά. Βάλε το τζάμι πάνω απ τη φλόγα του κεριού και περίμενε, μέχρι να σκάσει. Τότε θα δεις στα χέρια σου ολοζώντανο το διάολο και κάτι φανταστικά σχέδια που τύφλα νάχουνε οι σημερινοί εικαστικοί καλλιτέχνες.
ΣΤΑ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ
Τα καλοκαίρια ήταν για μας η μεγάλη μας χαρά.
Είχε περάσει ο δύσκολος κατοχικός χειμώνας του 1941 με πορτοκάλια και λεμόνια που ξύναμε στους τοίχους για να τους φύγει η σπιρτάδα, χωρίς να χαθεί το ψαχνό της φλούδας, που θα γέμιζε το στομάχι μας και μετά ήρθε το καλοκαίρι.
Στην αρχή ήταν τα τσίγαλα και οι λιακάδες, κι αργότερα ήρθαν τα λαχταριστά φρούτα γεμάτα πειρασμό, να κρέμονται στα δέντρα.
Ψάχναμε τότε τους φράχτες, να βρούμε καμιά ποριά, για να μπούμε μέσα και να μπαλώσουμε την πείνα μας.
Έτσι μικρούλικα και αδυνατούλια καθώς ήμασταν, δε θέλαμε και μεγάλη τρύπα. Μια πιθαμή χαραμάδα να είχε ο φράχτης και ο κήπος ήταν δικός μας.
Βρισκόμασταν τότε στο δικό μας βασίλειο. Ξαπλώναμε κάτω απ τον ίσκιο του δέντρου κι απολαμβάναμε τους καρπούς της Εδέμ.
Με τα σκυλιά του νοικοκύρη τα πηγαίναμε μια χαρά γιατί όλα τους σχεδόν μας ήταν γνωστά και μας κουνούσαν την ουρά τους.
Το μάτι μας όμως ήταν πάντα στραμμένο προς το έμπα του κήπου.
Έτσι και κουνιόταν φύλλο, εξαφανιζόμασταν μπουσουλώντας μέσα στα χαμόκλαδα, τραβώντας για την ποριά της σωτηρίας μας.
Υποφέραμε όμως απ τις τσουκνίδες, που ήταν δάσος αδιάβατο.
Κατακόκκινα τα μπούτια μας μυρμήγκιαζαν και τσούζανε πολύ. Κόβαμε τότε μολόχες και τα τρίβαμε, να σπάσει το μυρμήγκιασμα και να ξεπριστούν, μέχρι που στο τέλος τις συνήθισα.
Και σήμερα ακόμα -μετά από τόσα χρόνια- όταν δω σε κάποια παλιά μάντρα να προβάλει τσουκνίδα λοξοδρομώ και πηγαίνω να τη χαϊδέψω. Είναι το χούι μου. Αυτό το γλυκό τσούξιμο στα χέρια, το νοιώθω σαν μια ιδιαίτερη γλυκιά ηδονή.
Ευτυχώς που στην Αθήνα υπάρχουν ακόμα πολλές κι όταν είναι σε ξερό μέρος και δε ποτίζονται, είναι πιο αψές και τις νοιώθω καλλίτερα.
Η παρέα μας ήταν μεγάλη και ανάλογα με την εποχή, αλλάζαμε τα χούγια και τα παιχνίδια μας.
Ο Γιώργος ο Φερεντίνος είχε ειδικότητα στα κουρνόπουλα. Προσπαθούσε να τα κάνει να μιλήσουν σαν τους παπαγάλους και τα τάιζε σκάμνα, καθισμένος κάτω απ τη μουριά της αυλής του σπιτιού του. Τα είχε ονοματίσει όλα και εμείς περιμέναμε από πάνω του, να δούμε το θαύμα.
Ο Παντελής ο Φραγκογιός μάζευε βουταλίδια. Τα έδενε με ένα σπάγκο απ το ποδάρι κι αν ξέφευγε κανένα, άντε εσύ να το ματαπιάσεις.
-Ήμασταν θυμάμαι καμιά δεκαριά λιανόπαδα, μαζεμένα στη μεγάλη ισκιάδα της καρυδιάς -εκεί έξω απ το ιερό των Αγιαποστόλων και κοντά στη βρύση της Μπούχαλης- όταν ζήτησα να κρατήσω κι εγώ το βουταλίδι, που είχε στα χέρια του ο Παντελής και το χάιδευε.
Πονηρός καθώς ήταν, μου τόδωσε με το κεφάλι πίσω και πριν καλά καλά προλάβω να το χουφτώσω, μου τραβάει μια τσιμπιά και πάει.
Μούφυγε φτερουγίζοντας και περπατώντας συγχρόνως πήρε την κα-τηφόρα για τη θάλασσα, σέρνοντας το σπάγκο πίσω του.
Τρέξαμε όλα μαζί τα μικρά ξωπίσω του, να το προλάβουμε και δω τόχαμε και κεί τόχαμε κι όλο μας ξέφευγε.
Πέρασε φτερουγίζοντας το σπίτι του Μπόκου και στη διασταύρωση που πάμε για τον Άι-Δημήτρη, κοντοστάθηκε.
Εκεί λίγο και θα το πιάναμε.
Είδε όμως το μπουχό δέκα μέτρα ψηλά κι εμάς ένα κουβάρι να ορμάμε καταπάνω του και λαχτάρησε.
Πήρε τότε την κατηφόρα για τα Χελαίικα και μπρος αυτό και πίσω εμείς, το πηγαίναμε από κοντά χέρ – ποδάρ.
Εκεί όμως κοντά στο μπαταρισμένο καλύβι του Γιωργαλή και στη μέση του δρόμου, μας έτυχε μια γριά. Περάσαμε αλαλιάζοντας μπροστά της και χωρίς να τη μαλάξει κανένας μας, θες απ τον αέρα, θες απ το μπουχό που μας ακολουθούσε, η γιαγιά μπατάρε.
Δε δώσαμε σημασία, γιατί το βουταλίδι ήταν μπροστά μας και στα εκατό μέτρα ήταν η θάλασσα. Βούτηξε στα νερά της και σαν βουταλίδι που ήτανε, πάει. Δε το ματάδαμε. Μας άφησε γεια.
Θύμωσε ο Παντελής μαζί μου, πως άφησα το βουταλίδι κι έφυγε, αλλά του υποσχέθηκα πως την άλλη μέρα, θα πήγαινα μαζί του στο βάλτο -που ήταν πίσω απ το κάστρο- και θα τον βοήθαγα να βρούμε φωλιές και να πιάσουμε νεροκουκουτσέλες.
Κεντρικός δρόμος σε γειτονιά της Μπούχαλης
ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΜΑΣ
Στα παιδικά μου χρόνια τα άγρια ζώα και τα πουλιά ήταν πολλά στη Βόνιτσα και περισσότερες οι κουρούνες. Χιλιάδες κούρνιαζαν στα δέντρα, στα σπίτια, στο κάστρο κι όπου μπορεί να βάλει ανθρώπινος νους. Σαν έπεφτε το σούρουπο, μαύριζε ο πλάτανος του Μέντα, που ήταν στην πλατεία. Εκεί δίνανε το ραντεβού τους χιλιάδες κουρούνες, για ν ανταλλάξουν νέα και απόψεις κι αλαλιάζανε όλες μαζί και χωρίς σταματημό, μέχρι να πέσει το βράδυ.
Πίστευα τότε, πως ψάχνανε να βρουν μεταξύ τοτυς ποιανής το κουρνόπουλο είναι τ ομορφότερο, όπως έγραφε το βιβλίο μας.
Μετά έπεφτε το σκοτάδι και πλάκωναν οι αλπές και τσακάλια, που ρήμαζαν τα κοτέτσα.
Όλη τη νύχτα ούρλιαζαν μέσ στις αυλές των σπιτιών μας, μέχρι που στο τέλος τις επικήρυξαν 5 δραχμές την κουρούνα με τα κουρνόπουλα, 16 τις αλπές και 30 τα τσακάλια.
Ήταν η εποχή της δικής μας χαράς, γιατί αποκτήσαμε και εμείς ένα μικρό εισόδημα και γλείψαμε και κάνα μαντζούνι, που ήταν γλυκόζη, τυλιγμένη σε ξύλο.
Ένα ακόμη εισόδημα είχαμε κι απ τις προκηρύξεις, που ρίχνανε τα αεροπλάνα Εγγλέζικα ή Γερμανικά.
Τις μαζεύαμε απ τους δρόμους και τα κήπια και τις δίναμε στο μπακάλη μας -το Θανάση ή το Μήτσο το Μασούρα- να τυλίξουν σ αυτές στραγάλια, σαρδέλες αρμυρές, ρέγκες, και άλλα εδώδιμα της κατοχικής εποχής.
Μία μέρα θυμάμαι, πέρασε πολύ χαμηλά ένα αεροπλάνο, όταν το δέμα που κρατούσε ο επιβάτης του -που μας χάζευε καθώς του φωνάζαμε όλα μαζί τα μικρά- τούφυγε απ τα χέρια.
Ολόκληρος θησαυρός για μας.
Αρχίσαμε να τρέχουμε όλα μαζί τα μικρά προς το δέμα που έπεφτε, φωνάζοντας -πεφτ- πεφτ- πεφτ, μέχρι που στο τέλος έσκασε πάνω στο μεσοδόκαρο του πιο φτωχικού σπιτιού της Βόνιτσας. Τρομάξαμε να βγάλουμε κάτασπρο τον Φάνη τον Πασπαλιάρη, μεσ απ τα σάπια ψευτοδόκαρα και τα σπασμένα κεραμίδια.
Του ήρθε ο ουρανός κολοκύθι, που λέμε.
Ήταν ξαπλωμένος στα στρωσίδια του και κείνο το γιόμα και χουζού-ρευε ως συνήθως, όταν τούρθε η σκεπή κατακούτελα και χωρίς να την περιμένει.
ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ
Ο κολλητός μου φίλος ο Νάσος, είχε ένα μεγάλο ελατήριο από ένα γερμανικό άρμα μάχης και μ αυτό καμάρωνε.
Του είχε περάσει ένα ξύλο μέσα του και με δεμένες τις δύο του άκρες με ένα καλώδιο, τριγυρνούσε τρέχοντας στις γειτονιές, δημιουργών-τας μεγάλο σαματά, με τα χτυπήματά του πάνω στις πέτρες.
Για να είναι πιο εντυπωσιακό το πέρασμά του, έδενε και μια φουντωμένη κλάρα πίσω του και μέχρι να κατακάτσει ο μπουχός κι ο κουρνιαχτός που τον ακολουθούσε, περνούσε μισή ώρα.
Βγαίνανε τότε απ τα σπίτια τους οι νοικοκυρές και σκούζανε, γιατί είχανε απλωμένα εδώ και κει στους γύρω φράχτες τα σκουτιά και τα στρωσίδια τους κι αφού ρίχνανε αγανακτισμένες και κάνα – δυο κατάρες, ματαμπαίνανε μέσα, απ το μπουχό και τον κουρνιαχτό που έφτανε τα δέκα μέτρα.
Οι βρισιές και οι κατάρες που ρίχνανε ήταν πολλές και βαριές όπως – να βγάλεις τον αγκλέουρα μαύρου κι άραχνου – κουτσουκέφαλου – παρασάνταλου – ξυπατουμένου – αχρόνιαστου – νεκροφιλμένο και άλλα κοσμητικά. Το ίδιο κάνανε κι όταν παίζαμε στις αυλές των σπιτιών τους.
Τα παιχνίδια που παίζαμε ήταν πολλά και τηρούσαμε πάντα τους νόμους και τους κανόνες τους μ ευλάβεια.
Ένα απ αυτά ήταν και η σκλέτζα.
Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από – όσους φτάνανε εδω και παραβαλλόμασταν ποιος απ όλους μας, θα την πάει μακρύτερα.
Το λέω έτσι, γιατί σαν άρχιζε το παιχνίδι, καταφτάνανε όλα τα λιανοπαίδια της γειτονιάς, καθένας με το δικό του σκλιτζούρι.
Όλα τα σκλιτζούρια είχαν το ίδιο μήκος και καθένας μας το φύλαγε κριμένο στην αυλή του σπιτιού του.
Η Σκλέτζα ήταν ένα στρογγυλό ξύλο μια – δυο πιθαμές μακρύ πελεκημένο και μυτερό κι απ στις δύο του άκρες.
Χτυπούσες τη σκλέτζα στη μια μυτερή της άκρη, με τη βέργα που τη λέγαμε σκλιτζούρι, κι αυτή πεταγόταν ψηλά στον αέρα.
Με επιδεξιότητα τη χτυπούσαμε για δεύτερη φορά στον αέρα κι όπου πήγαινε.
Μετά αρχίζαμε να μετράμε την απόσταση με το σκλιτζούρι, διπλωμένοι στα τέσσερα, μέσα στις λάσπες ή στα χώματα.
Η γουρούνα ήταν ένα ακόμα παιχνίδι, που το παίζαμε στις γειτονιές.
Ήταν ένας άδειος κονσερβογερμανικός ντενεκές και το παιχνίδι ομαδικό. Ήταν κάτι ανάλογο με το σημερινό γκολφ ή το χόκεϊ ας πούμε.
Μπουλούκι πέφταμε πάνω σ αυτό το κονσερβοκούτι και το βαράγαμε με τις τζόρες μας, τρέχοντας συνεχώς πίσω του.
Οι τζόρες ήταν ραβδιά, που το κάτω μέρος τους κατέληγε σε στρογγυλό κεφάλι και ήταν συνήθως από ρίζα σκινάρας.
Όποιος πετύχαινε να ρίξει τη γουρούνα μέσα στη γούρνα, ήταν και ο ήρωας της ημέρας.
Τσούρμο πέφταμε πάνω σ΄ αυτό το Γερμανοτενεκεδένιο κονσερβο-κούτι, βαρώντας το με τις τζόρες και με τις φωνάρες μας ξεσηκώναμε τις γειτονιές. Τον κυνηγούσαμε από δω κι από κει, γιατί ζαλισμένος καθώς ήταν, κατρακύλαγε πότε στη μια και πότε στην άλλη αυλή του κάθε σπιτιού και με τον τρόπο του προσπαθούσε, να μας ξεφύγει.
Εκεί όμως πάνω στις φωνές και στα χουγιαχτά αν ξέφευγε καμιά τζοργιά και σ έπαιρνε στο κότσι, σ άφηνε ξερό για μέρες.
ΤΑ ΣΕΡΣΕΓΓΙΑ
Το καλλίτερο παιχνίδι μας ήταν η μάχη, που δίναμε με τα μεγάλα κίτρινα σερσέγγια.
Είχαν φωλιάσει στην παμπάλαια πέτρινη μάντρα του Μαρκαντώνη, που άρχιζε απ το σπίτι του Αλέξη του Μάρη κι έφτανε μέχρι το μπακάλικο του Μασούρα. Παίρναμε χούφτες τη λάσπη και μ αυτή τους κλείναμε τις τρύπες. Βγαίνανε τότε αυτά κοπαδιαστά και μας κυνηγούσαν. Είχαμε όμως έτοιμες τις φουντωμένες κλάρες και μ αυτές κάναμε τη δική μας αντεπίθεση.
Γινόταν τότε, το έλα να δεις. Κλείνανε πόρτες και παράθυρα στη γειτονιά, καθώς δεκάδες σερσέγκια βόγκαγαν στον αέρα, μέχρι που ένα απ αυτά τσίμπησε το φιλαράκι μου στο κεφάλι. Πήγε να πεθάνει ο φίλος μου ο Νάσος.
Ο γιατρός μας ο Καλαντζής, ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα απ το παζάρι στη Μπούχαλη και για μια ολόκληρη βδομάδα, πελέκισε τον φίλο μου στις σουβλιές.
Έβαζε την κοινόχρηστη για όλη τη Βόνιτσα βελόνα του, – που απ την πολύ τη χρήση ήταν σαν ατρόχιστη σακοπάφα – σ ένα κουτάλι να πάρει κάνα δυο βράσεις για ν απολυμανθεί κι όταν στην έχωνε στο κώλο πεταγόσουνα μέχρι το ταβάνι. Εκεί να δεις πόνο. Λες και σου κόβανε το ποδάρι.
Άκουγες γιατρό και στο άψε-σβήσε, σου περνούσαν όλα τα κακά.
Η αλήθεια είναι, πως όλα τα ξεπερνούσαμε εκτός απ την ελονοσία.
Άρχιζαν κάτι ρίγη στην πλάτη, που άπλωναν σιγά σιγά σ ολόκληρο το κορμί. Μετά τα ρίγη γινόταν τρεμούλα. Η τρεμούλα όλο κι άπλωνε, όλο και δυνάμωνε και στο τέλος ξέσπαγαν οι σπασμοί.
Με είχαν θυμάμαι στο κρεβάτι και με κρατάγανε τρεις, για να μην πέσω στο πάτωμα.
Δε θυμάμαι τίποτα άλλο. Φάρμακα δεν υπήρχαν.
Αν άντεχες και ξεπερνούσες αυτή τη μάστιγα, που άφηνε και κουσούρια πίσω της, ήσουνα τυχερός.
Κουσούρια άφηναν κι όλες οι άλλες επιδημίες που μας ακολουθούσαν η μια μετά την άλλη.
Δεν περνούσε εποχή του χρόνου, χωρίς να μας επισκεφθεί και κάποια απ αυτές.
Ιλαρά, Διφθερίτιδα, Ελονοσία, Τύφος, Κοκκύτης Ανεμοβλογιά Μαγουλάδες και χίλιες άλλες δυο, περνούσαν από όλους μας κι έφευγαν σε δυο τρεις μήνες το πολύ , αφήνοντας και κάποιο θύματα πίσω τους.
Από μικροί ξέραμε πως η επιδημία είναι μια αρρώστια, που θα μας έπιανε όλους, είτε το θέλουμε είτε όχι.
Περνούσε πάνω μας και καθώς ήμασταν νηστικά, ζόρκα, ξυπόλητα, και μυξιάρικα, ούτε που την καταλαβαίναμε.
Αρκετοί έμεναν στο κρεβάτι αν είχαν πυρετό και οι υπόλοιποι συνεχίζαμε τα παιχνίδια μας.
Στις δυσεντερίες δεν προλαβαίναμε να μαζέψουμε τα βρακιά μας.
Με το καρκαλέτσι, κακαρίζαμε όλοι μας σαν τα κοκόρια και πέφταμε ξερά στο χώμα, γιατί δε μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα.
Η ψώρα με την σταφυλοκοκκίαση ερχόταν αγκαλιαστές.
Δε μπορούσαμε να κάτσουμε στα θρανία, απ τα σπυριά που είχαμε στον κώλο κι ο δάσκαλός μας δε μας λυπότανε.
Έψαχνε να βρει ευκαιρία για να μας δείρει, ακολουθώντας τις εντολές των πατεράδων μας
– Βάρτα δάσκαλε, μπας και βάλουν μυαλό.
κι αυτός μας τέλευε με τη βίτσα του στο ξύλο, όταν κάναμε ζαβολιές, οι δεν ξέραμε το μάθημά μας.
Μας έριχνε δέκα μετρημένες βιτσιές στα ψωριασμένα χέρια και το αίμα έτρεχε ανάκατο με το ποίον απ τις πληγωμένες χούφτες μας.
Σε μια επιδημία φυματιώδους μηνιγγίτιδας που μας ήρθε το 1944 ή το 1945 -δε θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά- χάθηκαν τέσσερα συνομήλικά μου στην κωμόπολη των δυόμιση χιλιάδων κατοίκων τότε.
Για μεγαλύτερους δεν ξέρω αν πέθαναν και πόσοι, ούτε και τι έγινε στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τότε δεν υπήρχαν σοφοί και ειδήμονες δημοσιογράφοι, να μετρούν τους πεθαμένους και να τρομοκρατούν τον κόσμο.
Όλες αυτές τις επιδημίες και όσες άλλες δε θυμάμαι, τις περάσαμε στο πόδι, χωρίς να τρέχουμε σε γιατρούς και νοσοκομεία, που δεν υπήρχαν. Ούτε και ιατρείο είχαμε.
ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ
Το φαρμακείο ήτανε στη πλατεία, κληρονομικό και παλιακό. Όταν το 1937 πέθανε ο φαρμακοποιός της Βόνιτσας, οι κληρονόμοι του είχαν δικαίωμα να το κρατήσουν για άλλα δέκα χρόνια ανοιχτό, με υπεύθυνο φαρμακοποιό.
Έτσι ήρθε σ αυτό ο πατέρας μου.
Ο χώρος του φαρμακείου ήταν γύρω στα 40 τ. μ. με τσιμεντένιο πάτωμα και το χώριζε στη μέση μια βιτρίνα με ντουλάπια.
Πάνω απ τα ντουλάπια υπήρχε μια σειρά από 30 περίπου συρτάρια με πορσελάνινες ταμπελίτσες, που σε ενημέρωναν για το περιεχόμενό τους.
Αυτά ήταν γεμάτα με βότανα και παράξενες ρίζες, μαλάχη, γλυκόριζα, λυκίσκο, δίκταμο, λεβάντα, χαμομήλι και άλλα.
Σε ένα συρτάρι έγραφε απ έξω ΜΑΝΝΑ και το άνοιξα. Είχε μέσα κάτι σαν μουχλιασμένο ψωμί με πετιμέζι κι όταν ρώτησα τον πατέρα μου τι είναι αυτό, μου είπε πως είναι το μάννα, που έριξε ο θεός στους Εβραίους. Το κοίταξα κι έκλεισα το συρτάρι, χωρίς να κάνω άλλη ερώτηση.
Στις βιτρίνες που ήταν πάνω απ τα συρτάρια, υπήρχαν πολύχρωμα μπουκαλάκια γεμάτα άλλα με σκόνες, άλλα με σιρόπια και τα λιγοστά κουτιά που υπήρχαν, ήταν τοποθετημένα αραιά, για να γεμίζει ο χώρος.
Πάνω στον μακρόστενο πάγκο που ήταν μπροστά απ τις βιτρίνες και είχε δυο συρτάρια, ήταν τοποθετημένες δύο ζυγαριές ακριβείας και δίπλα τους πολλά ζύγια διαφορετικού μεγέθους και βάρους, μέσα σε ξύλινες κασετίνες. Υπήρχαν ακόμα πολλά και διαφορετικού μεγέθους πορσελάνινα γουδιά και γουδοχέρια.
Όλη τη μέρα θυμάμαι τον πατέρα μου με το γουδί στο χέρι, να φτιάχνει φάρμακα για επιληπτικούς, ζωμούς για αφροδισιακούς, ασβεστόνερο και μπουκάλες με υγρό για φυματικούς, βαλανιδόζουμο για τον προστάτη, μελάνι για τα μωρά με πληγές στο στόμα και να τυλίγει σε σχήμα φακέλου δεκάδες σκονάκια.
Έφτιαχνε ιώδιο από κάτι σκουρόχρωμους κρυστάλλους και κινίνο σε σβόλους, από κάτι ίνες σαν αυτές του βαμβακιού, που τις έλιωνε μέσα στο γουδί με διαφανείς κρυστάλλους.
Ολόγυρα υπήρχαν γάζες, επίδεσμοι, τσιρότα έμπλαστρα και άλλα πολλά.
Τα τσιρότα τα χρησιμοποιούσαν για τούς μεξίτες, που ήταν μεγάλα σπυριά με ποιον και για το ξεγέρεμα.
Το ξεγέρεμα ήταν ένα μεγάλο σπυρί που έβγαζε ο οργανισμός όταν γέρευε (έγειανε) απ την πείνα.
Τα έμπλαστρα ήταν για το ξεμέσιασμα και το λάβδανο ήταν ναρκω-τικό που αντικαταστούσε τον οδοντογιατρό.
Όταν είχαμε μεγάλο πονόδοντο, πηγαίναμε στο φαρμακοποιό και μας έβαζε απ αυτό με ένα σπιρτόξυλο, μια στάλα πάνω στο πονεμένο δόντι.
Πολλοί απ τους πελάτες έφερναν στον πατέρα μου από ευχαρίστηση και αμοιβή μία τσαντίλα τυρί, μια καρδάρα γάλα, ένα πήλινο αγκιό με χοιρινές τσιγαρίδες, και ότι καλλίτερο είχαν.
Ο παπάς απ τα Παλιάμπελα -ο παπά Στέλιος- μας έφερε θυμάμαι ένα πελώριο καρπούζι.
Ήταν τόσο μεγάλο, που του μπήκαμε καβάλα εγώ και η αδελφή μου.
Πέρα απ τα βότανα που είχαμε στο φαρμακείο, υπήρχαν και πρακτικά φάρμακα που τα χρησιμοποιούσαν οι γριές μαζί με ξόρκια.
Αυτά ήταν βδέλλες για την πίεση, που τις πουλούσαν οι κουρείς και τις είχαν μέσα σε μεγάλες γυάλινες φιάλες με νερό και το βισγάδι που ήταν πολτός αποξηραμένου εντόμου για τις πληγές.
Οι κουτσουλιές απ τις κότες ήταν ιδανικές για την κασίδα στο κεφάλι και το γάλα της γαϊδούρα γιατροσόφι για το καρκαλέτσι.
Το κάτουρο της γελάδας ήταν για τον πονόματο και πολλά άλλα για κάθε τσίμπημα φιδιού, μαρμάγκας και σκορπιού.
Ο ιερομόναχος πάτερ Γυμνάσιος είχε εκδώσει στα χρόνια του μεσοπολέμου και βιβλίο με 369 συνταγές σαν κι αυτές για κάθε πόνο και αρρώστια του κορμιού.
Ο γιατρός μας ο Πάνος ο Καλανζής ήταν κι αυτός παλιακός και είχε μεγάλη πείρα. Σε έβλεπε από μακρυά και ήξερε τι αρρώστια έχεις.
Σου έκοβε τη συνταγή και σ έστελνε κατευθείαν στο φαρμακείο. Μετά το 1947 άρχισαν να κυκλοφορούν οι πικρές και κίτρινες ατεμπρίνες, οι σουλφαμίδες σε χάπια, σκόνη και αλοιφή και το γνωστό σε όλους μας κινίνο. Όλα αυτά ήταν για να μας κρατάνε στη ζωή και να μας απαλύνουν τον πόνο.
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ
Το σχολείο μας ήταν στην παραλία διώροφο, με δυο αίθουσες επάνω και μια μεγάλη κάτω.
Όταν είχε φουσκοθαλασσά χρειαζόμασταν βάρκα και με τις τραμου-ντάνες ξέχνα το.
Το είχε χτίσει η εκκλησία και μας τόχε παραχωρήσει, για να μάθουμε και μεις τα γράμματα.
Εμείς όμως αγαπούσαμε το παιχνίδι, παρά το βιβλίο.
Θ,,, Θ,,, Θ,,, Θύμωσε ο Θύμιος… Έλα Λόλα, έλα, έλα… Όλα όλα…
Σαχλαμάρες. Εμείς αυτά τα ξέραμε. Έτσι όμως και μας έβγαζε ο δάσκαλος στον πίνακα και δεν ξέραμε να τα διαβάσουμε, το ξύλο με τη βίτσα έπεφτε άγριο και οι βιτσιές στην χούφτα, μετρημένες δέκα.
Ήταν καλός ο δάσκαλός μας ο Ραμόνας, αλλά όταν αγρίευε και βά-ραγε τη βίτσα πάνω στα θρανία των κοριτσιών, το κάτουρο κύλαγε από κάτω ποτάμι.
Μια μέρα κρατώντας ο δάσκαλός μας ένα ντενεκέ στα χέρια, κάτι μας έλεγε για τα φυτά, όταν πετάχτηκε ή Αλισάβη γεμάτη αφέλεια και τον ρώτησε.
-Καλαθάκι είν αυτό, Δάσκαλε;
Εκεί να ήσουνα να δεις, το ξύλο που έφαγε.
Στα τελευταία θρανία, ήτανε τα θηρία. Παιδιά δέκα με δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερά μας.
Τα μάζευε η αστυνομία απ τα σοκάκια και τα κήπια και τάφερνε στο σχολείο -μ εντολή του Μεταξά- για να μάθουν κι αυτά τα γράμματα.
Σάλταγαν όμως απ τα παραθύρια, κι άντε συ να τα ματαβρείς, να τα ξαναμαζέψεις.
Για μας πρώτη σχολική χρονιά ήταν το 1940.
Ήταν χαρούμενες οι μέρες εκείνες.
Όλη μέρα βάραγαν οι καμπάνες για τις νίκες μας στην Αλβανία και μεις γυρίζαμε στους δρόμους αδέσποτα.
Μετά ήρθαν οι Γερμανοί. Έπίταξαν το σχολείο και μας έκαναν έξωση.
Μας πέταξαν στο δρόμο και μεις σαν την άδικη κατάρα, αρχίσαμε να γυρνάμε από εκκλησά σε εκκλησά. Κάναμε μαθημα, καθισμένα σταυροπόδι καταής στα πλακάκια της μιας ή της άλλης εκκλησιάς κι απ την παγωνιά στον κώλο και την πείνα στην κοιλιά, δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα ποδάρια μας.
Πήρα το ενδεικτικό της πρώτης τάξης με 10 κι άρχισα να τρέχω σαν τρελός, κρατώντας το ψηλά. Σκόνταψα όμως σε μια πέτρα κι απ τη φόρα που είχα, έσκασα μέσα σε μια τεράστια λόμπα με νερό, που ήταν ανάμεσα στον Πλάτανο και στον Άι -Σπυρίδωνα. Δε με ένοιαζε για μένα, αλλά έχασα το ενδεικτικό κάτω απ τα λασπόνερα και μέχρι να το βρω, έγινε κουρέλι.
Τζάμπα έκλαψα για κείνο το ενδεικτικό, γιατί η δασκάλα μας η Σμαράγδα με έστειλε και πάλι στην πρώτη τάξη -λόγω ηλικίας- γιατί καθώς έλεγε, φοβόταν τον επιθεωρητή.
ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΕΣ ΜΑΣ
Η δασκάλα μας η Σμαράγδα μας ήρθε απ την Κέρκυρα, για να μας μάθει τα γράμματα.
Ήπιε όμως νερό απ τη βρύση μας τη Μπροσώρα, αγάπησε το Λόλο το Βρακατσέλη, τον παντρεύτηκε κι έγινε Βονιτσάνα.
Λέγανε τότε, πως όποιος ξένος έπινε νερό απ τη βρύση αυτή, δεν τη γλίτωνε. Μαγευόταν κι έμενε για πάντα εδώ.
Όταν ήρθε και η αδελφή της δασκάλας μας -η Κική- για να την δει, ήπιε κι αυτή νερό απ την Μπροσώρα, αγάπησε τον Γιάννη τον Μπάζα, τον παντρεύτηκε κι έμεινε κι αυτή για πάντα στη Βόνιτσα.
Η φήμη για το καλό νερό που είχαμε στη Βόνιτσα και τη γουρλίδικη βρύση μας, έφτασε σιγά σιγά μέχρι την Κέρκυρα και σε λίγο μας έτυχε και πάλι δασκάλα από εκεί.
Αυτή τη φορά ήταν η Μαρία Κατσαρού, που μίλαγε γρήγορα τα Κερκυραϊκά και μεις τα μικρά δεν μπορούσαμε να την πιάσουμε.
Σα μορφωμένη που ήταν, δεν πίστευε στα μάγια και στα ξωτικά, μα όλο και τη βλέπαμε να γυροφέρνει τη βρύση αυτή και να την κοιτάει απ όλες τις μεριές.
Ήθελε και η ίδια να δοκιμάσει το νερό αυτό και ν αποδείξει, πως όλα όσα λέγανε για τη βρύση αυτή, ήταν παραμύθια.
Η βρύση ήταν πέτρινη και θολωτή, με δυο μετρά ύψος κι ενάμιση πλάτος.
Μπροστά της ήταν και μια μεγάλη ημικυκλική πέτρινη γούρνα, για να πίνουν νερό και τ άλογα.
Η γούρνα αυτή πρέπει να ήταν πολλά χρόνια παρατημένη εκεί ή να τη φέραν από κάπου αλλού, γιατί το νερό που ξεχείλιζε ολόγυρά της, την είχε γλύψει και την είχε κάνει λεία και γλιστερή.
Για να πιεις το νερό της βρύσης, έπρεπε πρώτα να περάσεις τα γύρω λασπόνερα, να ανέβεις μετά πάνω στη γλιστερή της γούρνα και να πιαστείς γερά απ τη μεγάλη κάνουλα, για να την απολαύσεις.
Το πως τα κατάφερε η δασκάλα και σκάλωσε μέχρι εκεί, δεν το ξέρω.
Το βέβαιο είναι πως ο δάσκαλός αγάπησε τη δασκάλα μας ή η δασκάλα τον Δάσκαλό μας κι από τότες αρχίσαμε και εμείς να κάνουμε μαζί τους ρομαντικές εκδρομές, στα πέριξ της Βόνιτσας.

Παντρεύτηκε ο δάσκαλος τη δασκάλα μας και όλα πηγαίναν κατ ευχή.
Όμως με τα χρόνια που περάσαν κι επειδή το κακό είχε παραγίνει, το κοινοτικό συμβούλιο με επανειλημμένες συσκέψεις, αντί να καλλωπίσει τη βρύση αυτή, αποφάσισε να την ξηλώσει εκ βάθρων και το έκανε.
Τα γεροντοπαλίκαρα και οι μεγαλοκοπέλες που είχαν απομείνει στο ράφι, ήταν πολλά και στα σίγουρα έφταιγε η βρύση αυτή.
Βλέπεις εκείνα τα χρόνια δεν ήταν πολλοί ξένοι στη Βόνιτσα, όπως είναι σήμερα, για να κάνει καθένας την επιλογή του κι από παραπέρα.
Ο ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ
Οι εκδρομές με το δάσκαλο και τη δασκάλα μας φτάνανε στην αρχή μέχρι τα γύρω εξωκλήσια και αργότερα μέχρι τον Πλατανιά, στο κτήμα του Γιαννέλου.
Μια φορά βρεθήκαμε και στο Μοναστηράκι.
Μας πήγε και μας άδειασε ένα φορτηγό στην ποταμιά, κάτω απ τα πλατάνια, εκεί κοντά στην πηγή.
Με το που φτάσαμε, μαζεύτηκαν τα μαθητούδια του χωριού και αντί για υποδοχή, μας έβαλαν με τις πέτρες.
Αυτή ήταν και η δική μας ευκαιρία.
Ορμήσαμε και μεις καταπάνω τους και τους πήγαμε πετροβολώντας, μέχρι πάνω απ την εκκλησιά.
Ο τόπος ολόγυρα, ήταν ιδανικός για πετροπόλεμο.
Ο ξεροπόταμος που κατέβαινε απ το Περγαντί και περνούσε μέσα στο χωριό, με τις χειμωνιάτικες κατεβασιές το μπάζωνε με χαλιάδες.
Παντού υπήρχαν ωραίες στρογγυλές πέτρες, που όταν τις πέταγες, δεν αστοχούσαν.
Οι αντίπαλοι έχοντας το πλεονέκτημα της ανηφόρας, και ενισχυμένοι με πολλά ακόμη λιανόπαιδα του χωριού, κάνανε τη δική τους αντεπίθεση – απ τα ψιλά αυτή τη φορά – και μας πήρανε σβάρα με τις στουμπιές.
Οι πετριές σβούριζαν ολόγυρα και πέφτανε βροχή.
Οι πέτρες δε σταματούσαν και οι Μοναστηρώτες όλο και πλησίαζαν.
Λίγο και θα με πιάνανε αιχμάλωτο.
Ευτυχώς ο Γιώργος της μαμής (Παπαθανασίου) που πρωτοστατούσε στις μάχες αυτές, ανασύνταξε την παρέα, την εμψύχωσε με ηρωικά λόγια και κάνοντας μια νέα επίθεση, με απελευθέρωσαν.Ο πετροπόλεμο, άρχιζε συνήθως στα ξαφνικά και στα γρήγορα και οι δάσκαλοί μας, δεν προλάβαιναν να αντιδράσουν.
Δεν τολμούσαν ούτε και να μας ζυγώσουν απ το πετροβόλημα.
Φώναζαν μόνο από μακρυά, αλλά μέσα στη βοή της μάχης και στις στουμπιές που πέφτανε βροχή, ποιος να τους ακούσει.
Για τιμωρία, δεν μας ξανά πήγανε εκδρομή κι όταν έληξε, φρόντιζαν να μας πηγαίνουν σε μέρη που δεν υπήρχαν πέτρες, όπως ήταν τα λιβάδια και βόσκαμε εκεί μέσα σαν τα πρόβατα.Ο πετροπόλεμος ασχέτως με τα σημάδια και τα καρούμπαλα που είχαμε στο κεφάλι,ήταν το καλύτερο παιχνίδι μας.Σε κάθε περίπτωση αν δεν είχαμε αντίπαλος, με την παραμικρή αφορμή χωριζόμασταν σε ομάδες και ο πετροπόλεμος άρχιζε στα γρήγορα.Άδειαζαν οι δρόμοι απ τις στουμπιές που πέφτανε βροχή και η μάχη έφτανε πολλές φορές και μέχρι μέσα στις γειτονιές και στα σοκάκια της Βόνιτσας.
Τα σπασμένα τζάμια και τα κεραμίδια, ήταν αυτά συνήθως που πληρώνανε, τις δικές μας διαφορές.ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΟΣε μια από αυτές τις μάχες, έφαγε μια στουμπιά στο κεφάλι ο Παντελής ο Κατσάπης και τον φέρανε με αίματα στο φαρμακείο.
Το φαρμακείο τότε ήταν και ιατρείο και νοσοκομείο με γιατρό, που αν έλειπε, χρέη γιατρού αναλάμβανε και ο φαρμακοποιός
Του ράψανε το τραύμα με βελόνα και κλωστή απ αυτές που ράβουν τα ρούχα, γιατί οι καλές δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα κι έφυγε με ζάλες και μπανταρισμένος, για το σπίτι.
Ο πατέρας του, ο μπάρμπα Μενέλαος Κατσάπης σαν είδε το παιδί του σ αυτά τα χάλια, μάζεψε καμιά δεκάρια μικρά και τα πήγε στα δικαστήρια της Λευκάδας.
Μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν ο Περικλής ο Μασούρας ο Γιάννης ο Βασιλάκος, ο Ηλίας ο Λεμωνής, ο Τάκης ο Μασούρας και άλλα μικρά, που το μεγαλύτερο δεν θα ξεπερνούσε τότε, τα δέκα με έντεκα χρόνια.
Σαν τα είδε ο δικαστής, καθώς ήταν στο ντύσιμο, στα χρόνια και το μπόι, το έριξε στην πλάκα και ο απλός πετροπόλεμος, έγινε μέσα στο δικαστήριο Τρωικός Πόλεμος.
Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι εκείνη τη μέρα με τα καμώματα του δικαστή και τα λεγόμενα των κατηγορουμένων.
Ο Παντελής, του είπε πως έφαγα μια στουμπιά στο κεφάλι που τούρθε απ τα ψηλά – χωρίς βέβαια να ξέρει ποιος του την πέταξε – και τώρα ο δικαστής, έπρεπε να βρει το δράστη και να αποδώσει δικαιοσύνη.
Ό δικαστής που είχε τα κέφια του εκείνη τη μέρα, ρώταγε τα μικρά για τα αίτια της μάχης, για τις επιθέσεις τους, για το πως αμύνονταν και τα έβαζε να παριστάνουν, πως πετούσαν τις πέτρες.
Τέτοιο καλαμπούρι, δεν τούχε ματατύχη ποτές, στα δικαστικά χρονικά.
Τα παρακινούσε να του πει το καθένα με κάθε λεπτομέρεια και με περισσότερα λόγια, για το τι ακριβώς είχε γίνει, εκείνη τη μέρα.
Τα είχε όλα όρθια μπροστά του και απολάμβανε τις αφηγήσεις των μικρών, καθώς του τα λέγανε ανάκατα και τσάτρα – πάτρα.
Μέχρι να απολογηθεί το καθένα χωριστά κι όλα μαζί, έφτασε το γιόμα.
Στο τέλος, τα αθώωσε όλα.
Κέρασε το καθένα και με ένα Λευκαδίτικο μαντολάτο και με δική του εντολή τα φόρτωσαν σε ένα κάρο και τάστειλαν για τη Βόνιτσα.
Ο ΠΑΙΔΟΝΟΜΟΣΤότε πάνω στην αναμπουμπούλα, δε θυμάμαι ακριβώς πότε, για να μπορέσουν να μας συμμαζέψουν απ τους δρόμους και τη θάλασσα, μας βάλανε και παιδονόμο.Πρώτος, ήταν ο Αρκουδογιάννης, που δεν ξέρω από που ξέπεσε εδώ στη Βόνιτσα, για να μας ταλαιπωρεί.
Το χειμώνα όλα αυτά τα χώματα γινόταν λασπούρα, αλλά εμάς δεν μας ένοιαζε, μιας και δε φοβόμασταν μη λερώσουμε, τα παπούτσια που δεν είχαμε.
Εκεί λοιπόν που παίζαμε τη σκλέτζα και είμαστε αφοσιωμένα στο παι-χνίδι, με το που έλεγε ένας -ο παιδονόμος- εξαφανιζόμασταν δεξιά και αριστερά στα γύρω στενοσόκακα της Μπούχαλης.
Τον παρακολουθούσαμε βέβαια κι εμείς από κοντά, καθώς αυτός έψαχνε να μας βρει σε κάθε κρυφή γωνιά της γειτονιάς μας. Μας έψαχνε σε απίθανους κρυψώνες, όπως ήταν τα καλύβια, τα κοτέτσα και οι φούρνοι.
Μια φορά που ήταν μπρούμυτα μέσα σε ένα κοτέτσι, του ρίξαμε μια δραμιάρα με τη λαστιχέρα στον κώλο κι έγινε ο χαμός. Πετάχτηκε στα ψηλά γκρεμίζοντας το κοτέτσι και οι κότες φτεράκιασαν κακαρίζοντας, λαχταρισμένες στη γειτονιά.
Τον παιδονόμο, τον λέγανε Αρκουδογιάννη, γιατί ντυνόταν αρκούδα και χόρευε εδώ και κει.
Δεν ξέρω, αν το έκανε για πλάκα ή από συνήθειο.
Έφερνε όμως και αρκούδες στη Βόνιτσα και χόρευε μαζί τους στις γειτονιές, με αμοιβή του, αυγά.
Βάραγε το ντέφι ρυθμικά κι αντιλαλούσαν οι γειτονιές της Μπούχαλης.
Βγαίνανε τότε όλοι στο δρόμο να απολαύσουν το θέαμα, καθώς όρθια η αρκούδα χοροπήδαγε με σκέρτσα στα πίσω πόδια της και στο ρυθμό του ντεφιού.
Ακούγαμε και εμείς το ντέφι από μακρυά, παρατάγαμε στη μέση το παιχνίδι και τρέχαμε του σκοτωμού, να προλάβουμε το θέαμα.
Η καλοκαιρινή ατραξιόν, τέλειωνε με κάτι μικρές μαϊμουδίτσες που τις φέρνανε στη Βόνιτσα, κατάμαυροι, γυρολόοι.
Τις βάζανε πάνω σε ένα ξύλο που κρατούσαν, και τις ρωτούσαν, πως βάζουν οι κυρίες το κραγιόν, πως βάζουν οι κυρίες την πούδρα, πως σφουγγίζουν οι κυρίες τον κώλο τους, κι αυτές ανταποκρινόταν σωστά, στις ερωτήσεις τους.
Μετά χορεύανε, κάνανε και μερικές κώλο τούμπες και έβγαινε ο δίσκος.
ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΟΥ ΖΕΡΒΑ
Ήταν ντάλα μεσημέρι και μεις ξαπλωμένοι στη φρατζάτα -που είχαμε στήσει πάνω πανύψηλη κουρουμπλιά του Νάσου- προσπαθούσαμε να χωνέψουμε κάτι κλεμμένα φρούτα, που είχαμε φάει.
Ήμασταν έτοιμοι για ύπνο, καθώς μας νανούριζε το μεσημεριάτικο τραγούδι των τζιτζικιών, όταν είδαμε στο βάθος του κήπου, να κουνιούνται οι κορφάδες απ τα ψηλά κοκοράκια, που κάλυπταν το περιβόλι του Ζέρβα.
Έτσι λέγαμε εμείς το περιβόλι αυτό της οικογένεια Περιστέρη, που ήταν πρωτοψάλτης στην Μητρόπολη της Αθήνας.
Το περιβόλι αυτό ήταν δίπλα στο νεκροταφείο του Άι-Δημήτρη και το χώριζε μια μάντρα κι ένα πυκνό δάσος από ψηλές καλαμιές.
Στα ανατολικά του υπήρχε ένας βάλτος με πυκνές αρμυρικές, βουρλιές και λασπόνερα που έφταναν μέχρι το Ριζό.
Το Πάσχα μέσα σ αυτόν το βάλτο άνθιζαν κάτι πανύψηλα Μινωικά κρίνα, που ήταν ίδια κι απαράλλαχτα μ αυτά που βλέπαμε σε εικόνες της αρχαίας Κρήτης. Με αυτά τα άσπρα κρίνα και με κόκκινα τριαντάφυλλα στόλιζαν οι Μπουχαλιώτες τον δικό τους Επιτάφιο το Πάσχα, για να δείξουν στους παζαριώτες την πολιτική τους διαφορά.
Απ τη δική μας τη μεριά ήταν ένας φράχτης με πανύψηλες βατιές.
Σ αυτόν το φράχτη είχαμε ανοίξαμε μια μικρή τρύπα, για να μπαινωβγαίνουμε στο περιβόλι αυτό, που ήταν σωστός παράδεισος.
Πέρα απ τις λεμονιές, πορτοκαλιές και μανταρινιές, είχε κούτσφα, τζίτζιφα, λωτούς, ρόιδια, και άλλα καλούδια. Είχε και μια βαθύσκιωτη μελικοκιά, κολλητά με το καλύβι του μπαρμπα Βασίλη του Βρακοζώνη πού είχε ένα τσούρμο παιδιά και τα μελίκοκά της μέλια.
Είδαμε λοιπόν ψηλά απ τη φρατζάτα μας να κουνιούνται οι κορφάδες απ τα κοκοράκια του κήπου και έντρομοι διαπιστώσαμε πως ήταν ο παιδονόμος.
Ερχόταν μπουσουλώντας μέσα στα πυκνά φυλλώματα του κήπου, κρατώντας το βούρδουλά του, που ήταν μακρύς κι από ουρά σαλαχιού και παγώσαμε.
Ένα γίναμε με τη φρατζάτα, γιατί πιστέψαμε στα σίγουρα, πως έψαχνε για μας.
Όμως κάτω απ τη φουντωμένη ρόιδια του Ζέρβα πέντε- έξη παιδιά καθισμένα σταυροπόδι, παίζανε χαρτιά και ο παιδονόμος όλο και πήγαινε προς τα κει, με προσοχή και στα μουλωχτά.
Εκεί ήταν ο Αντρέας ο Γιωργαλής, ο Νώντας ο Καραμπίνης, ο Κακατσίδας ο Λαμαρίσος, ο Αργύρης ο Μπάμπζας και κάνα δυο άλλα που δεν τα φέρνω στη θύμησή μου. Ήτανε όλα τους τότε δεκαοχτάχρονα παιδιά.
Σάλταρε ανάμεσά τους ο Αρκουδογιάνης με τον βούρδουλα σηκωμένο ψηλά κι έγινε το έλα να δεις.
Σκόρπισαν όλοι τους σαν τα κοτόπουλα, που πέφτει πάνω τους το γεράκι.
Βάραγε ξοπίσω τους ο Αρκουδογιάννης με το λούρο δεξιά και αριστερά κι οι καλαμιές κοβόταν σαν τα φρέσκα μαρούλια.
Εκεί να ήσουνα να δεις σάλτα μέσα στα βάτα και στις καλαμιές, που δε τάχεις ματαδεί.
Εμείς είχαμε χεστεί απ το φόβο μας. Έτσι και μας έπαιρνε μυρωδιά και τέτοια ώρα πάνω στη φρατζάτα, με τα νεύρα που είχε, σίγουρα θα μας κατέβαζε με το πριόνι.
ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
Στο περιβόλι αυτό του Ζέρβα κι εκεί που συνορεύει με το περιβόλι του Μπόκου που έμενα εγώ, έχει ακόμα και σήμερα μια χτιστή βλύχα. Μια μέρα μαζί με το φίλο μου το Νάσο ρίξαμε τις πετονιές μας, μπας και βγάλουμε κάνα χέλι.
-Τόπιασα μου λέει ο Νάσος και ζήτησε βοήθεια.
Τραβήξαμε κι οι δυο μαζί την πετονιά και με μεγάλη δυσκολία βγάλαμε επάνω ένα πελώριο σπαθί, που λαμποκόπαγε στον ήλιο.
Το σύραμε απ το θηκάρι του, κρατώντας ο ένας τη θήκη και άλλος το σπαθί και κάναμε χίλια τρελά όνειρα.
Τότε ήταν που μας είδε απ τις σκάλες του σπιτιού ο πατέρας μου, που κατέ-βαινε εκείνη την ώρα για να πάει στη δουλειά του και του σηκώθηκαν οι τρίχες στο κεφάλι.
Κοίταξε ολόγυρά του μπας και μας είχε δει κάνας Γερμανός, μας άρπαξε αγριεμένος το σπαθί απ τα χέρια και το ματάριξε στη βλύχα.
Εκεί είναι ακόμα, κι αν ψάξετε, θα το βρείτε.
Κάτσαμε σκασμένοι απ το κακό μας στο ολοστρόγγυλο πεζούλι της βλύχας και κοιτάζαμε μέσα της τα όνειρά μας, που πνίγηκαν εκείνη τη μέρα στα θολά νερά της.
-Ποιανού άραγες, νάτανε το σπαθί;
-Μάλλον του Φιώρου -είπε ο Νάσος- που ήρθε απ την Πρέβεζα.
Ήρθε απ την Πρέβεζα με την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου κι έμενε στο καλύβι του Γιωργαλή.
Δεξιά, το καλύβι του Γιωργαλή, που έμενε ο στρατηγός.
Δεν ξέρω αν τόχε νοικιασμένο ή αν του το χε παραχωρήσει ο μπάρμπα Ντούλας ο Γιωργαλής.
Αυτός ήτανε ταγματάρχης ή κάτι τέτοιο και ήταν ο μόνος στρατιωτικός στη γειτονιά μας. Τον πιάσανε αμέσως μόλις ήρθανε οι Ιταλοί στη Βόνιτσα και σίγουρα το σπαθί αυτό, θα ήταν της επίσημης στολής του.
-Θα τόθελε για ενθύμιο είπα εγώ και συμφώνησε κι ο Νάσος.
Πού να κρύψεις τέτοιο σπαθί μέσα σ αυτό το καλύβι, που κάθε λίγο και λιγάκι κάνανε μπλόκο οι Γερμανοί και ψάχνανε σπίτια και καλύβια και όχι μόνο της γειτονιά μας. Έτσι από μόνοι μας λύσαμε και τούτο το μυστήριο.
Τ Α ΨΑΡΕΜΑΤΑ
Θα μου πεις τώρα, που βρήκαμε τόσο γερή πετονιά, που να σηκώνει ολό-κληρο σπαθί απ το βάθος του πηγαδιού και με τόσο βάρος που είχε και θα στο πω.
Τότε τις πετονιές τις φτιάχναμε από αλογίσιες τρίχες.
Όλα τα άλογα της Βόνιτσας είχανε καταντήσει σούτα – χωρίς ουρά – και οι νοικοκυραίοι τους μας κυνηγούσαν όταν μας βλέπανε, να τριγυρνάμε κοντά στ άλογά τους.
-Αι ωρέ ζαγάρ και σε τσακώσω φώναζαν και μας πέταγαν και καμιά στουμπιά.
Το άλογο του Μάκια του Λιόντου είχε καταντήσει κατσιδιάρικο, γιατί με τη μαδημένη ουρά που είχε, δεν μπορούσε να διώξει τις μύγες πάνω απ τις πληγές του. Δε φταίγαμε εμείς για τη κατάντια του. Αυτός παράταγε το κάρο του εδώ και κει, να πιει κάνα ουζάκι στα ορθάτα.
Παίρναμε δέκα με δώδεκα αλογίσιες τρίχες μαζί, τις στρίβαμε καλά και κάναμε το πρώτο παλαμάρι, που είχε κόμπο κι απ τις δυο του άκρες.
Με δέκα – δεκαπέντε παλαμάρια ενωμένα κι ένα κλεμμένο αγκίστρι απ το μπακάλικο του Θανάση του Μασούρα, η πετονιά ήταν έτοιμη για χρήση. Ψαρεύαμε τότε στο κουντρί του Αι- Δημήτρη, στο γυρωβόλι και στο φανάρι που πιάναμε με τις χούφτες μας -ανάμεσα στα βράχια του- γαριδάκια για δόλωμα.
Καμιά φορά πηγαίναμε και στα βράχια της Τάπιας, που δίπλα της ήταν το κεφαλάρι με το άφθονο γλυφό νερό, που ξεχείλιζε στους πρόποδες του κάστρου. Απ το κεφαλάρι αυτό παίρνανε νερό για τη λάτρα του σπιτιού τους οι γυναίκες της Βόνιτσας, όταν κόβονταν οι βρύσες για μέρες.
Εδώ στη βλυχούλα -όπως λέγαμε το κεφαλάρι αυτό- πλένανε και τα σκουτιά τους οι νοικοκυρές.
Τα κάνανε κατσούλα πάνω στα βράχια και τα βαράγανε με τον κόπανο, μέχρι να καθαρίσουν.
Μετά τ απλώνανε στα βράχια, για να στεγνώσουνε στον ήλιο.
Στη μύτη του καϊκιού και λίγο αριστερά φαίνεται μια κάθετη μάντρα.
Εκεί ήταν η Τάπια κι από κάτω της η Βλυχούλα.
Η Τάπια ήταν μια προέκταση του κάστρου, ένα τετράγωνο προπύργιο, που πάταγε πάνω στα βράχια της θάλασσας.
Εκεί από πάνω ήμασταν μια μέρα καμιά δεκαριά μικρά και βλέπαμε τον Πέτσα, που θα έριχνε το δυναμίτη στη θάλασσα, για ψάρια.
Ήταν η εποχή που παίρναμε τα πρώτα ιδιαίτερα μαθήματα.
Όταν φάνηκε το κοπάδι των ψαριών, έβαλε φωτιά στον δυναμίτη και πριν καλά καλά προλάβει να τον πετάξει, μπερδεύτηκε από μόνος του και τούπεσε στα πόδια.
Εκεί να ήσουνα να δεις δρόμο που πήραμε όλοι μας, με πρώτο τον Πέτσα.
Του σκοτωμού κατεβήκαμε τη μεγάλη κατηφόρα που ήταν μπροστά μας και λίγο πριν φτάσουμε στο λιτροβειό του Ζορμπά -που τον λέγαμε λόγω του επαγγέλματος Λίγδα- μπουμπούνισε ο τόπος.
Το φθινόπωρο δέναμε στην άκρη της πετονιάς ένα σταυρίδι και το πετάγαμε στα βαθιά. Όταν κόλλαγε πάνω του σουπιά ή καλαμάρι, το τραβάγαμε σιγά σιγά προς τα ρηχά και βάζοντας από κάτω του τον καλαμαρολόγο και το τραβάγαμε στα γρήγορα έξω.
Ο καλαμαρολόγος ήταν ένα γερό καλάμι, που στην άκρη του δέναμε πολλά κομμάτια ατσαλώσυρμα και σχηματίζαμε ένα είδος πολυάγκιστρου.
Καθώς τραβάγαμε μ αυτόν και στα βιαστικά προς τα έξω τη σουπιά η το καλαμάρι, αυτό πέταγε το μελάνι του και δεν ήταν λίγες οι φορές, που γυρί-ζαμε στο σπίτι κατάμαυροι.
ΤΑ ΟΠΛΑ ΜΑΣ
Όσο μεγαλώναμε, τόσο μεγάλωνε και η ακτίνα των δραστηριοτήτων μας.
Με κρεμασμένη τη σφεντόνα στο λαιμό και τη λαστιχέρα στην κωλότσεπη, τραβάγαμε για παραπέρα.
Η Λαστιχέρα ήτανε μια ξύλινη φούρκα με δυο λάστιχα από γερμανική σαμπρέλα κι ένα κομμάτι βακέτα απ το ταμπάκικο του Ιορδάνη.
Το βυρσοδεψείο αυτό ήταν εκεί πέρα στο τελευταίο σπιτόπουλο.
Απ έξω είχε μια βρύση στον τοίχο και μια μεγάλη πέτρινη σκαφίδα, που μέσα της βάζανε γαϊδουροτόμαρα και γιδοτόμαρα μαζί, ανακατεμένα με βαλανίδια και σκυλίσια σκατά και βρομοκόπαγε ο τόπος.
Απ τα πρώτα βγάζανε το σεβρό κι απ τα γίδοτόμαρα τη βακέτα.
Τα πυρομαχικά για τις λαστιχέρες μας τα παίρναμε από ένα τεράστιο πλάτα-νο, που ήταν στην αυλή του Λεωνίδα του Καραγκούνη.
Από πάνω ήταν κούφιος και μέσα του ανακαλύψαμε χιλιάδες σφαιρίδια απ την εποχή της επανάστασης του 1821.
Δραμιάρες λέγαμε αυτά τα μολυβένια σφαιρίδια και ήταν οι σφαίρες για το κυνήγι μας.
Καθόμασταν κάτω απ τη στέγη του σπιτιού κι έτσι και τόλμαγε σπίνος να βγάλει κεφάλι απ το κεραμίδι, τον είχαμε στα πόδια μας.
Οι σφεντόνες ήταν το βαρύ πυροβολικό, που χρησιμοποιούσαν και στα παλιότερα χρόνια και οι προ παππούδες μας.
Δεν γινόταν εκστρατεία και μάχη στα αρχαία χρόνια, χωρίς να είναι στην πρώτη γραμμή Ακαρνάνες σφεντονιστές.
Τη σφεντόνα την έπλεκε με καλό γνέμα και πολύ μεράκι η γιαγιά. Έπλεκε στη αρχή ένα μέτρο κορδόνι, στη συνέχεια μια χούφτα για να μπαίνει μέσα η πέτρα και τέλειωνε πάλι με ένα μέτρο κορδόνι.
Τη ζύγιαζες στο χέρι, την έφερνες βόλτα στον αέρα κι όταν βόγκαγε, αμόλαγες τη μια της άκρη. Με μια στουμπιά βάραγες κατακούτελα γελάδΙ στα τριάντα μέτρα και το ξάπλωνες στο χώμα. Στη σφεντώνα είμαστε άριστοι και εφοδια-σμένοι με τέτοια όπλα, νοιώθαμε ατρόμητοι.
Οκτώ δέκα χρονών παιδιά και δεν ξέραμε τι είναι φόβος. Ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα και ο αγώνας για επιβίωση μας είχε αγριέψει.
Τώρα φτάναμε μέχρι και το στεφάνι του Άι-Νικόλα.
Το λέμε στεφάνι, γιατί πανύψηλά βράχια στεφανώνουν το εκκλησάκι αυτό, που είναι μέσα σε σπηλιά και κρεμασμένο σε γκρεμό.
Μπαίναμε μέσα κι αφού φιλάγαμε με όλα τα εικονίσματα στη σειρά, αρχίζαμε τις διαολιές. Βαράγαμε ότι περπάταγε στη γη κι ότι πετούσε στα ψηλά.
Δίπλα στη σπηλιά που είναι το εκκλησάκι αυτό του Άι-Νικόλα, είναι κι άλλες δύο μικρότερες σπηλιές. Στη δεύτερη κατοικούσε ο Μουρλονιόνιος και στην τρίτη φώλιαζαν αγριοπερίστερα, αγριοπούλια και στο βάθος είχε νυχτερίδες.
Ολόγυρα ο τόπος, κρατούσε πολλά πετούμενα και ζωντανά.
Ο ΜΟΥΡΛΟΝΙΟΝΙΟΣ
Ο Μουρλονιόνιος ήταν ένα μικρόσωμο άκακο ανθρωπάκι των σπηλαίων αγνώστου καταγωγής και τον θυμάμαι ντυμένο με μια αρνίσια προβιά.
Ήταν γύρω στα τριανταπέντε, ξυπόλυτος, με τα πόδια στραβά και κατάμαυρα απ την απλυσά.
Μας χάζευε από μακρυά καθώς παίζαμε και όλο γελούσε.
Τον πλησιάζαμε καμιά φορά παίζοντας, αλλά ποτέ δεν άκουσα τη φωνή του.
Δε θυμάμαι να είχε γένια και μάλλον θα ήταν σπανός.
Ανεβαίναμε και στον απέναντι βράχο της σπηλιάς που κατοικούσε και βλέπα-με μέσα της, που ήταν στρωμένη με προβιές.
Στη Βόνιτσα κατέβαινε τακτικά ζεμένος με μια ζαλίκα ξύλα κι έφευγε τρέχοντας κρατώντας παραμάσχαλα ένα καρβέλι ψωμί.
Δεν ξέρω που έδινε τα ξύλα, γιατί κάθε σπίτι της Βόνιτσας είχε και το δικό του φούρνο. Ήτανε φοβερός στο τρέξιμο.
Έφευγε απ τους Αγιαποστόλους και μέχρι να κατακάτσει ο μπουχός, είχε φτάσει στο Ριζό. Ένα χιλιόμετρο πέρα. Έτρεχε περίεργα και μεις τα μικρά προσπαθούσαμε να μιμηθούμε το τρέξιμό του. Το αριστερό του πόδι χτύπαγε το δεξί του κωλομέρι και το δεξί το αριστερό. Τον έβλεπες να περνάει σφαίρα μπροστά σου και νόμιζες πως είναι καβάλα σε ρόδα ποδηλάτου. Δεν ξέρω πιο ήταν το τέλος του.
Με ξεραμένο τον καταπιόνα μας και ζεμένοι με αρμαθιές πουλιών, κατεβαίναμε τώρα στα ριζά του βουνού, να σβήσουμε τη δίψα μας στην πηγή της Άννα – Ήρας.
Η πηγή αυτή ήταν σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας και το νερό που έβγαινε μέσα απ τα βράχια της, ήταν γλυφό. Το πίναμε αναγκαστικά, γιατί η βρύση της Μπούχαλης ήταν μακρυά και οι άλλες δυο που ξεχείλιζαν στους πρόποδες του βουνού, ήταν παρά πέρα και σε αντίθετη θέση απ τη δική μας διαδρομή.
Η μια ήταν στα πλατάνια της Παναγιάς,
και η άλλη ήτανε παραπέρα εκεί κοντά στο κονάκι του Νάκα.
Αυτές τις τρεις βρύσες και μαζί με άλλες έξη πηγές του Αμαδαρού, θα σας τις ιστορήσω στο τέλος της αφήγησής μου γιατί η κάθε μια της έχει τη δική της ιστορία.
Κουρασμένα και ταλαιπωρημένα καθώς ήμασταν, γυρίζαμε το βράδυ στο σπίτι, μόνο για ύπνο και πέφταμε ξερά.
Η ΣΚΑΜΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΙΒΑ
Με το Νάσο ήμαστε κολλητά φιλαράκια, γιατί ταιριάζαμε.
Εγώ έμενα τότε στο σπίτι του Μπόκου και επικοινωνούσαμε μέσα απ τα περιβόλια, που αν δεν ήταν άφραγα, ήταν γεμάτα ποριές. Στο περιβόλι του Νάσου και πάνω στην τεράστια κουρουμπλιά του είχαμε στίσει με κόπο και μεράκι τη φραντζάτα μας, που ήταν ένα μικρό σπιτάκι πάνω στο δέντρο.
Εκεί περνούσαμε τις περισσότερες ώρες της μέρας -σαν τους πιθήκους- αν δεν είχαμε όρεξη, να κάνουμε διαολιές.
Απολαμβάναμε την ησυχία της φύσης και τραγουδάγαμε αντάρτικα τραγού-δια, που μαθαίναμε.
Με το φιλαράκι μου το Νάσο είμαστε ειδικοί στα σκάμνα.
Γνωρίζαμε όλες τις μουριές της Βόνιτσας απ έξω κι ανακατωτά.
Τρεις απ αυτές ξεχώριζαν για το μέγεθος και τη νοστιμιά τους.
Η μια ήταν στην αυλή του Τσαβαλά, η δεύτερη στην αυλή του Μάσου και η τρίτη και καλλίτερη η σκαμνιά του Καλίβα, που ήταν κολλητά στην πέτρινη μάντρα του Άι-Δημήτρη.
Συνήθως ξημεροβραδιάζομαι στις μουριές, αν δεν ήμασταν στη θάλασσα. Τη σκαμιά όμως του Καλύβα την επισκεπτόμασταν πιο συχνά, μιας και ήταν στη γειτονιά μας.
1947 Στον Άι-Δημήτρη και μέσα στη Θάλασσα, υπήρχε ένας βράχος. Το βράχο αυτό τον λέγαμε κουντρί και με γεμάτες τις τσέπες μας κούμπλα, κλείναμε τα ραντεβού μας στο Κουντρί.
Ήταν περασμένο το γιόμα όταν έκανα νόημα στο Νάσο, που ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου, να φεύγουμε.
1947
Περάσαμε μπροστά απ το καμπαναριό του Άι-Δημήτρη και κει που τέλειωνε η μάντρα του, να σου μπροστά μας η σκαμνιά του Καλίβα.
Ξελιγωμένοι καθώς ήμασταν απ τη θάλασσα και το παιχνίδι, την είδαμε μπροστά μας σανίδα σωτηρίας. Χωρίς δεύτερη κουβέντα σκαρφαλώσαμε κατάκορφα στα πιο ψηλά κλωνάρια της.
Με τη συζήτηση που κάναμε για τις μπούνες και τη νοστιμιά τους, μας άκουσαν και ξεφύτρωσαν και μερικά κορίτσια της γειτονιάς, δεκαοχτάχρονες κοπέλες τότε.
Φέρανε κι ένα σεντόνι, που άπλωσαν από κάτω και μας θερμοπαρακαλού-σαν.
-Ρίξτε μας και μας μωρές παιδιά, να φάμε και μεις κάνα σκάμνο.
Αν τινάζαμε τη μουριά, εμείς τι θα τρώγαμε;
Απογοητευμένα τα κορίτσια πιάσανε τον ίσκιο του σπιτιού του Καλίβα -που ήταν λίγα μέτρα απ τη σκαμιά- και αερολογώντας μεταξύ τους, περιμένανε μήπως και αλλάξουμε γνώμη.
Εμείς απ την πείνα που είχαμε, τρώγαμε τα σκάμνα συνήθως με τη χούφτα.
Μαζεύαμε πέντε έξη μαζί και τα χώναμε στο στόμα, χωρίς να κοιτάμε αν έχουν κοτσάνια, μυρμηγκιά, μυγοχέσματα ή κουτσουλιές πουλιών. Έπρεπε με ένα ή ενάμιση κιλό απ αυτά, να γεμίσει στα γρήγορα το στομάχι μας.
Ξαφνικά μ έκοψε ένας πόνος στη κοιλιά κι έστριψε το άντερο μου.
Δεν προλάβαινα, να κάνω βήμα.
Κατέβασα το μαύρο κοντοβράκι μου και κροτάλισαν τα φύλλα της μουριάς.
-Που – που – που σκάμνα φώναξαν τα κορίτσια κι ακαριαία άπλωσαν από κάτω μας το σεντόνι.
Όταν κατάλαβαν τι συμβαίνει, βάλανε το που – πούι.
-Άι μωρέ ξεπατωμένο και σε τσακώσω, φώναξε η Ευδοκία του Καλίβα, μαύρο θα σε κάνω.
Ευτυχώς που φύγανε νωρίς, να πάνε να κάνουνε το μπάνιο τους άλλες στη θάλασσα με τα κομπινεζόν κι άλλες στη σκάφη του σπιτιού τους.
Εδώ θέλω να πω, πως το πρώτο ολόσωμο γυναικείο μαγιό που κυκλοφόρη-σε στη Βόνιτσα ήταν το 1953, πλεγμένο με βελόνες στο χέρι και σχεδιασμένο απ τη γιαγιά την Τσαγκαργιόλαινα.
ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΥΡΙΑ
Τότε οι κυρίες παίρνανε το μπάνιο τους μέσα σε ξύλινες σκαφίδες, στο διπλανό καλύβι που ήταν κι ο βοηθητικός χώρος του σπιτιού.
Εδώ υπήρχαν και όλα τα απαραίτητα συγύρια.
Την πρώτη θέση βέβαια την είχε ο αργαλειός, που δε σταματούσε ολημερίς τα κοπανήματά του.
Εδώ ήταν και η πινακωτή με την πλαστήρα, τα πλαστάρια, τα καζάνια, το κακάβι, εδώ και το κατάμαυρο καφοσούφλι, που σιγοψήνανε σ αυτό ρεβίθια και κριθάρι αντί για καφέ.
Εδώ ήταν ακόμη η ξύστρα του μαλλιού, τ αδράχτια, τα κοφίνια, οι σίτες, τα σντάβλια και τα φτυάρια του φούρνου.
Η σκάφη του πλυσίματος με την τρίφτρα ήταν στην πρώτη σειρά μαζί με το βαφοκόφινο και την πυροστιά.
Εδώ ήταν και ο αρίλογος που τρίβανε τον τραχανά και το σκαφίδι που ζύμω-ναν οι νοικοκυρές το βδομαδιάτικο ψωμί τους.
Το σκαφίδι αυτό ήταν σκαλιστό κι από κορμό δέντρου.
Όλα τα σύνεργα ήταν χειροποίητα κι ευκολόχρηστα.
Τα περισσότερα τρόφιμα για την διατροφή της οικογένειας, τα ετοίμαζε βέβαια από μόνη της η νοικοκυρά.
Αυτά ήταν πέρα απ τη μπομπότα ο τραχανάς, τα λαζάνια, τα μπιρμπιλόνια, τα φακιόλια, οι χυλοπίτες, ο φιδές, το πλιγούρι, η κουρκούτη, η μπλατσάρα με τα λάπατα και το καλαμποκάλευρο, η μπαζίνα, και οι τσιγαρίδες.
Οι τσιγαρίδες ήταν κομμάτια τσιγαρισμένου χοιρινού κρέατος με το ξίγκι τους μαζί, που τα διατηρούσαν μέσα σε πήλινα πιθάρια όλο το χρόνο, γιατί χοιρινά σφάζανε μόνο τα Χριστούγεννα.
Με το λίπος και τις τσιγαρίδες ζεμάταγαν οι νοικοκυρές τα ζυμαρικά ή τη μπα-ζίνα που τρώγαμε το πρωί, όταν έκανε πολύ κρύο.
Τα αυγά τηγανισμένα με μια κουταλιά τσιγαρίδες, ήτανε μούρλια.
Έκαναν και πάστα οι νοικοκυρές από τις ντομάτες του κήπου.
Τις βράζανε μέσα στο πήλινο τσουκάλι, τις στύβανε με τις χούφτες και ξανα-βράζανε το ζουμί, για να φύγουν τα πολλά υγρά. Μετά τις βάζανε μέσα σε πή-λινες πιατέλες και τις λιάζανε στον ήλιο, για να σφίξει ο πελτές και να ξινίσει.
Όταν βρίσκαμε μπροστά μας πιατέλα με πάστα να λιάζεται στον ήλιο, βουτά-γαμε το δάχτυλο μέσα της και φεύγαμε τρέχοντας για τη βρύση.
Πάστα αλείβαμε και στο ψωμί, αν βέβαια είχαμε και απ τα δυο.
Το ψωμί το τρώγαμε με ελιές, με κρεμμύδι ή του ρίχναμε παραπανίσιο αλάτι, για να νοστιμίσει.
Αυτό ήταν και το πιο συνηθισμένο κολατσιό και γι αυτό λέγαμε στο συμβιβα-σμό, πως ότι κι αν είπαμε ψωμί κι αλάτι.
Το αλάτι είναι αυτό που κουμαντάρει το νερό που χρειάζεται κάθε ανθρώπινος οργανισμός και περιέχει πάνω από 80 απαραίτητα μεταλλικά στοιχεία.
Ο Όμηρος αποκαλούσε βάρβαρους αυτούς που δε γνώριζαν το αλάτι, που εκείνα τα χρόνια το χρησιμοποιούσαν και σαν νόμισμα.
Το αλάτι και το νερό ενισχύει τον οργανισμό και διατηρεί το νευρικό μας σύστημα γερό. Βοηθάει ακόμα τα κύτταρα ν αποβάλουν τις τοξίνες.
Το μπάνιο στην θάλασσα ενισχύει το δέρμα να είναι απαλό και γερό και καθαρίζει τα κύτταρα, διώχνοντας τη σκόνη και προ πάντων τη βρωμιά.
Το αλάτι είναι η αδυναμία μου.
Στα ογδόντα μου χρόνια όταν κατεβαίνω στην κεντρική αγορά της Αθήνας για φρέσκο ψάρι, παίρνω και λίγο γαύρο για αλάτισμα. Βάζω μια χούφτα απ αυτά σ ένα μπολ εμαγιέ και τα αλατίζω με χοντρό αλάτι για δέκα περίπου ώρες.
Μετά τα ξεπλένω να φύγει το πολύ αλάτι και τα αφήνω για άλλες πέντε με δέκα ώρες μέσα στο ξίδι.
Στραγγίζω το ξίδι, βγάζω το κόκαλο ανοίγοντάς τον στη μέση, και του ρίχνω ψιλοκομμένο σκόρδο, μπόλικο λάδι, και στο ψυγείο.
Με δυο τρία γαβράκια αρμυρά κι ένα ουζάκι, ξαναγίνομαι παιδί.
Είχα ένα φίλο γιατρό, που όταν με έβλεπε να τρώω σαρδέλα αρμυρή με το ουζάκι μου, τον έπιανε ζάλη και τρελαινόταν.
Με έδειχνε με το δάχτυλο και μου έλεγε πως χάνω δυο χρόνια απ τη ζωή μου, με κάθε αρμυρή σαρδέλα που έτρωγα.
Δεν κάπνιζε, δεν έτρωγε σαρδέλες αρμυρές και μας άφησε γεια εδώ και πολλά χρόνια.
Ο άνθρωπος πρέπει από μικρός να δοκιμάζει όλα τα αγαθά της φύσης, για να είναι γερός και στα κατοπινά του χρόνια.
Στα χρόνια της κατοχής και στα μετέπειτα, το αλάτι το παίρναμε με το δελτίο απ το μονοπώλιο, που ήταν ανάμεσα στα σπίτια του Ζορμπά και του Βασιλά-κου εκεί κοντά στη βλυχούλα.
Με το δελτίο παίρναμε ακόμα τα σπίρτα και το φωτιστικό πετρέλαιο, για να ανάβουμε τα βράδια τη λάμπα μας και να βλέπουμε, μην πέσουμε και τσακι-στούμε. Η ζάχαρη βέβαια ήταν άγνωστο είδος σε μας.
Η ΣΚΑΦΙΔΑ
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο καλύβι, για να απολαύσουμε τις κυρίες όρθιες ή καθιστές μέσα στη σκάφη, να παίρνουνε το μπάνιο τους.
Πάνω στην πυροστιά –για να μην σκύβουνε πολύ– βάζανε το καζάνι με το ζεστό νερό και με το τσανάκι στο ένα χέρι και το αυτοσχέδιο Λευκαδίτικο σαπούνι -από μούργα και ποτάσα- στο άλλο, ήταν χάρμα οφθαλμών.
Σωστές Αφροδίτης σας λέω.
Για μαλακτικό των μαλλιών χρησιμοποιούσαν την αλισίβα, που έδινε στιλ-πνότητα στα μαλλιά.
Το χειμώνα στα σύνεργα πρόσθεταν και φωτιά κάτω από την πυροστιά, για να κόβει και λίγο το κρύο, που έμπαζε από παντού.
Η δεύτερη χρήση της σκάφης, ήταν για το πλύσιμο των ρούχων.
Η τελετή της μπουγάδας άρχιζε απ τα χάραμα, με την παρασκευή της αλισί-βας.
Πάνω στη σκαφή βάζανε ένα μεγάλο κοφίνι που πάταγε στις δυο πλευρές και μέσα του στρώνανε με τάξη και με τη σειρά, το ένα πάνω στο άλλο, όλα τα ασπρόρουχα.
Πάνω απ τα ασπρόρουχα άπλωναν το σταχτόπανο, που ήτανε υφάδι τ αρ-γαλειού από λινάρι και του ρίχνανε κοσκινισμένη στάχτη και φύλλα δάφνης για να έχουν τα ρούχα τη μοσκοβολιά της.
Ρίχνανε μετά πάνω στο σταχτόπανο ζεματιστό νερό με την πήλινη κανάτα που διαπερνούσε τα ασπρόρουχα και κατέληγε στη σκάφη.
Το καυστικό αυτό απόσταγμα ήταν η αλισίβα, που τη φύλαγαν οι μανάδες μας για αργότερα και την χρησιμοποιούσαν στο πλύσιμο των σκούρων ρούχων.
Η στάχτη είναι το καλλίτερο καθαριστικό. Απομακρύνει τις λαδιές και τις μυρωδιές. Διώχνει το σκόρο, εξαφανίζει τα μυρμήγκια, τις κατσαρίδες, τα σαλιγκάρια και τα ποντίκια. Τα τζάμια με λίγη στάχτη, λαμποκοπούν.
Το χώμα γίνετε πιο εύφορο και η στάχτη προστατεύει τα φυτά απ το κρύο και την παγωνιά.
Η τρίτη χρήση της σκάφης, ήταν για το παιχνίδι μας.
Εδώ να ξεκαθαρίσω, πως σε κάθε σπίτι υπήρχαν δύο είδη σκάφης.
Το σκαφίδι του ζυμώματος που ήταν σκαλιστό κι από κορμό δέντρου και το πουλούσαν οι Βλάχοι και η σκαφίδα του πλυσίματος που την έφτιαχνε ο μαραγκός της γειτονιάς μας.
Το πρώτο ήταν μικρό, βαρύ και ακατάλληλο για μας, ενώ η σκάφη του πλυσί-ματος ήταν ευρύχωρη κι ανάλαφρη.
Αν δεν σηκωνόταν μπονώρα η νοικοκυρά να βάλει μπροστά το πλύσιμο, τη σκάγαμε στον ώμο κι η σκάφη διάβαινε στη θάλασσα.
Γονατιστοί στη σκάφη και με κουπιά τα χέρια μας, ξανοιγόμασταν τώρα στ ανοιχτά, για αγώνες και ναυμαχίες.
Συνήθως είμαστε είκοσι και βάλε σκάφες, κάθε μέρα στο νερό.
Αν έπιανε καμιά φρεσκαδούρα, καταλήγαμε στην Κουκουμίτσα ή στα Χοντρά Χαλίκια. Υπήρχαν βέβαια ναυάγια και ναυαγοσώστες, γιατί καμιά φορά έφευγε κανένας πάτος ή καμιά πλευρά απ τη σκαφίδα κι αυτοί απόμεναν πίσω μας ναυαγοί.
Συνήθως μανάδες ξεχασμένες με το κουτσομπολιό, όταν αποζητούσαν τη σκάφη τους, ήταν αργά. Έρχόνταν τότε στην παραλία -εκεί στον Άι-Δημήτρη και σκούζανε.
– Άι μωρέ κουτσουκέφαλο και γυρίσεις του βράδ στου σπίτ.
ΤΑ ΣΠΕΡΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΛΛΥΒΑ
Έξω απ την εκκλησιά των Αγίων Αποστόλων ήταν τρία αιωνόβια πλατάνια και στη γωνιά της μάντρα -στα αριστερά της φώτο- ήταν ένας μεγάλος σορός από πέτρες.
Τις είχαν παρατημένες εκεί για πολλά χρόνια και δεν ξέρω το λόγο.
Όταν είχε βαφτίσια, μαζευόμασταν όλα τα μικρά έξω απ την πόρτα της εκκλησιάς και μόλις τέλειωνε η τελετή, αρχίζαμε να φωνάζουμε
-Δεν εχ, δε πετάει,
-Δεν εχ, δε πετάει, συνέχεια και τραγουδιστά μέχρι να βγει ο νουνός απ την εκκλησιά. Τότε σταματάγαμε.
Ανέβαινε αυτός στην κορυφή του σωρού απ τις πέτρες κι έχωνε το χέρι στην τσέπη του. Έπαιρνε από εκεί μέσα μια δυο χούφτες δεκάρες -που τις είχε μαζεμένες από πριν- και μας τις πέταγε στον αέρα. Εκεί να ήσουν να δεις, τι σημαίνει χαμός μέσα στις λάσπες ή τα χώματα.
Εκεί ανέβαινε κι ο Πλιακοπάνος -ο καντηλανάφτης μας- με μια κόφα κρατώ-ντας την με το ένα χέρι πάνω απ το κεφάλι του και με το άλλο χούφτωνε σπερνά ή κόλλυβα που είχε μέσα της και μας τα μοίραζε δίκαια και με τη σειρά.
Τα σπερνά και τα κόλλυβα ήταν τα ίδια, με τη διαφορά ότι τα μεν σπερνά μας τα μοίραζε ανήμερα της γιορτής του ζωντανού, ενώ τα κόλλυβα που ήταν για λογαριασμό του πεθαμένου και μας τα μοίραζε την παραμονή της γιορτής του. Μπερδεμένα πράγματα αλλά εμάς δεν μας ένοιαζε αν ήταν σπερνά ή κόλλυβα. Εμείς ξέραμε από πριν, ότι θα τρώγαμε την παραμονή και ανήμερα της κάθε γιορτής και μόνο αυτό μας απασχολούσε. Έτσι την κάθε γιορτή την περιμέναμε με μεγάλη ανυπομονησία.
Κόλλυβα τρώγαμε και στα τριήμερα, τα εννιάμερα και στα σαραντάμερα του κάθε πεθαμένου και τρίβαμε τις χούφτες μας, όταν ακούγαμε να βαράει η καμπάνα στα μονά.
Μια μέρα, εκεί που μας μοίραζε όπως πάντα ο Πλιακοπάνος σπερνά ή τα κόλλυβα δε θυμάμαι, κρατώντας την κόφα ψηλά και πάνω απ το κεφάλι του, τον πλησίασε απ τα πίσω και στα μουλοχτά ο Βαγγέλης ο Μπαλντούμας που ήταν ένα απ τα μεγαλύτερα ζιζάνια της Βόνιτσας και κρατώντας ένα μακρύ ξύλο τούδωσε στην κόφα από κάτω κι έφυγε στα ψηλά.
Πήρε μια τούμπα στον αέρα κι άδειασε το περιεχόμενο της πάνω μας, καθώς ήμασταν στρουμογμένα στα πόδια του Πλιακοπάνου, περιμένοντας τη μοιρα-σιά.
Εκείνη τη μέρα μείναμε με τη χαρά.
Μετά μας πήραν σβάρα και οι σφήγκες κι όλα μαζί τα μικρά φύγαμε τρέχοντας για τη θάλασσα, που μας περίμενε.
ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ
Οι χριστουγεννιάτικες μέρες ήταν ξεχωριστές για μας τα μικρά και μείνανε βαθιά χαραγμένες στη μνήμη των παιδικών μου χρόνων.
Με τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές ξαναπιάναμε τα παιχνίδια, που είχαμε αφήσει για λίγο, όπως ήταν ο μπίκος, η σκλέτζα, η γαϊδούρα, η γουρούνα, η αμπάρτζα, οι καβαλες, η πινακωτή, τα μύγδαλα, τα πεντόβολατα, κι αν έβρεχε πολύ κλεινόμασταν μέσα στο χαμοσπιτο της θειά Μαρίκας και παίζαμε το κότσι.
Γονατιστός και ξερακιανός από μικρός ο Γιάννης ο Βασιλάκος, πελέκαγε με το λούρο τα μικρά, που αποτελούσαν τον κύκλο του παιχνιδιού μας.
Εδώ ήταν η Αθηνά του Τσαγκαριόλου, η Σοφία του Γώλια, η Κλειώ, η Βγέννα, η Γκούρλια, η Παρασκευή του Μητσάκια, και άλλα μικρούλικα, που άντεχαν το ξύλο.
Η βάβω μας η Αθάνω -που παρακολουθούσε το παιχνίδι- παρακάλαγε το Γιάννη, να μην βαράει πολύ τα μικρά, γιατί τα λυπόταν.
Μας ήταν πολύ σεβαστή η βάβω μας η Αθάνω, γιατί αυτή μας γιάτρευε απ τη χρυσή και την αγαπούσαμε όλα τα μικρά.
Η τελετή της κοπής γινόταν με το τσόφλι ενός σπασμένου αμύγδαλου, που το χρησιμοποιούσε η βάβω μας για ξυράφι.
Μας σταύρωνε μ αυτό τρεις φορές το πρόσωπο, μας ξόρκιζε με ακαταλαβί-στικα λόγια και μας έκοβε τη Χρυσή, που ήταν μια μεμβράνη κάτω απ το χείλι, για να μας φύγει η κιτρινάδα.
Εμείς τα εορταστικά κάλαντα για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, των Φώτων και τ Άι-Γιαννιού, τα λέγαμε μόνο το βράδυ και την παραμονή της κάθε γιορτής.
Με το πέσιμο του ήλιου, βγαίναμε παρεούλες τα μικρά , για να τα πούμε στα γύρω γνωστά σπιτόπουλα της γειτονιάς μας.
– Χριστός Γεννάται Σήμερα εν Βηθλεέμ την πόλη, αντηχούσαν τρεμουλιαστές οι παιδικές μας φωνές, απ το κρύο που μας έκοβε τούτες τις ώρ ες. Γυρνούσαμε ξυπόλητα και νηστικά στα γύρω σοκάκια και η νύχτα όλο και πιο πολύ πύκνωνε κι έπεφτε το σκοτάδι.
Παλτά είχαμε σχεδόν όλα τα μικρά, απ τις στρατιωτικές κουβέρτες που μετά την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου, τις έβρισκες παντού. Τα πόδια μας όμως ξυλιάζανε απ το κρύο, γιατί ήταν γυμνά και ξεροσκασμένα απ τις λάσπες.
Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις; Για να βλέπουμε που πατάνε τα ζόρκα ποδάρια μας τούτες τις ώρες, ανάβαμε απομεινάρια κεριών, που κλέβαμε απ το πανέρι του Πλιακοπάνου.
Οι νοικοκυρές άνοιγαν την πόρτα τους και μας δίνανε για το καλό φιλέματα, λαδόπιτες, ζαχαρόπιτες, πετιμεζόπιτες, καρύδια, μύγδαλα, κυδωνιά κι ότι άλλο τους περίσσευε.
Τον Άι-Βασίλης βέβαια, δεν τον είδαμε ποτέ. Μόνο μια φορά -πρωινό πρωτο-χρονιάς- βρήκα πάνω στη στάχτη του τζακιού ένα τσιγάρο και η μάνα μου είπε, πως θα έπεσε του Άι Βασίλης.
Μου εξήγησε στα σοβαρά -κοιτάζοντας την καπνοδόχο από κάτω- πως στην προσπάθειά του να κατέβει απ το μπχαρί μας, δεν τα κατάφερε. Ήταν πολύ στενό κι αυτός χοντρός και δεν τον χώραγε.
Τούτες τις μέρες εμείς τα μικρά φροντίζαμε και για τις κουτσούνες, που είναι το σύμβολο της τύχης.
Τις ξεριζώναμε με πολύ κόπο στο λιμνοβρόχι και τις φέρναμε στην αυλή του σπιτιού, για να τις βάλουμε ανήμερα την πρωτοχρονιά μέσα στο σπίτι μαζί με μια πέτρα και το αμίλητο νερό.
Όποιος πήγαινε στη βρύση, να φέρει το αμίλητο νερό, δεν έπρεπε να μιλήσει καθόλου στο δρόμο, μέχρι να φτάσει στο σπίτι.
Με το νερό αυτό η μάνα μας ανανέωνε το καντήλι στα εικονίσματα και ράντιζε τις τέσσερις γωνιές του σπιτιού -ψιθυρίζοντας ευχές και ξόρκια- για να πάει καλά ο καινούριος χρόνος.
Το καθιερωμένο γλυκό των ημερών ήταν βέβαια η ζεστή μπομπότα, με μπόλι-κες μαύρες Λευκαδίτικες σταφίδες μέσα της.
Έκοβε ο αρχηγός ένα φελί για τον Χριστό, την Παναγία και του Άι-Βασίλη και μετά ένα για κάθε μέλος της οικογένειας.
Όποιος τύχαινε την κρυμμένη δεκάρα -αν βεβαία υπήρχε- ήταν και ο τυχερός της χρονιάς.
Για το ποδαρικό της πρωτοχρονιάς τα κάλο ίσκιοτα παιδιά που είχαν μάνα και πατέρα, ήτανε περιζήτητα.
Από μέρες τα κανάκευαν οι κυράδες της γειτονιάς και τους τάζανε λαγούς με πετραχήλια, για το ποδαρικό που θα τους κάνανε ανήμερα την πρωτοχρονιά.
Ο ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Μετά τα Χριστούγεννα ήταν τα Φώτα
Σήμερα τα φώτα και οι φωτισμοί και χαρά μεγάλη και οι αγιασμοί.
Ανήμερα των Φώτων στη μέση της εκκλησιάς μας, στήνανε μια υπερυ-ψωμένη καλύβα από ευκαλύπτους και δάφνες κι από εκεί μέσα έψελνε ο παπάς τα πρέποντα.
Ο καντηλανάφτης μας ο Πλιακοπάνος που ήταν στα μέσα και στα έξω, μοίραζε φιόρα στους Φώτιδες που γιόρταζαν τη μέρα αυτή και εμείς τα μικρά παίρναμε βαρελίσιο αγιασμό από μια κάνουλα της καλύβας.
Μετά όλοι μαζί τραβάγαμε για την παραλία με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα μπροστά, τα λιβανιστήρια και τους παπάδες από πίσω.
Εμείς τα μικρά πηγαίναμε στην αρχή ή στο τέλος της κουστωδίας, γιατί τόχαμε σε κακό, να μπούμε ανάμεσα
στον κόσμο.
Απλωνόμασταν γωνιακά απ τα βράχια του φάρου, μέχρι τα σκαλιά της παρα-λίας και εκεί μπροστά μας έριχνε ο παππάς το σταυρό στη θάλασσα, για να αγιάσουνε τα νερά και νάνε καλοτάξιδα για τους καπεταναίους.
Το σταυρό τότε τον ρίχνανε στη θάλασσα, χωρίς να είναι δεμένος, όπως κά-νουνε σήμερα, λες και είναι άλογο και θα τους φύγει.
Βούταγαν αρκετοί στα παγωμένα νερά του Αμβρακικού κι όποιος τον έπιανε, τα κονόμαγε.
Γύριζε με σταυρό πάνω στον αγιασμένο δίσκο από σπίτι σε σπίτι σε όλα τα σπίτια και τα καλύβια της Βόνιτσας για να αγιάστουνε κι οι νοικοκυρές αφού φύλαγαν το σταυρό, ρίχνανε μέσα στο δίσκο, ότι επιθυμούσαν.
Τότε τα νερά του Αμβρακικού ήταν πεντακάθαρα κι ο σταυρός που ήταν μαλα-ματένιος, είχε και κάμποσα ρουμπίνια πάνω του, πέντε θυμάμαι, λαμποκόπα-γε στον πάτο της θάλασσας.
Ήταν πολύ βαρύς, ασήκωτος σας λέω, γιατί τον είχα κρατήσει κι εγώ στα χέρια μου.
Μια χρονιά έπεσε ο σταυρός στη θάλασσα κι από τότε δε τον ματάδαμε.
Καθώς ήταν μαλαματένιος και κειμήλιο μεγάλης αξίας, τον ψάχνανε μέρες και νύχτες ακόμα και με τα πυροφάνια.
Ο σταυρός πάει. Δε ματαγύρισε ποτέ πια στις γειτονιές και στα σοκάκια της Βόνιτσας και πολλά είπαν.
Από τότε έδωσε εντολή ο Δεσπότης, όχι μόνο να δένουν το σταυρό με κορδέ-λα, αλλά να είναι κι από φελώ.
Άντε εσύ -μετά απ όλα αυτά- και καλομαθημένος με τέτοιο μαλαματένιο σταυρό που είχες, να πας τώρα να προσκύνησης το φελώ, και να πληρώσεις κι από πάνω.
Η ΠΙΣΠΙΡΙΤΣΑ
Πολλά σπουδαία πράγματα είχαν χαθεί αυτή την περίοδο απ τις γύρω εκκλη-σιές, όπως χειρόγραφα ευαγγέλια, μανουάλια και σπάνιες εικόνες, που όταν είχε αναβροχιά και η Γη έσκαγε απ την έλλειψη του νερού, τις πήγαιναν μέχρι στα γύρω χωράφια και κάνανε παρακλήσεις στο θεό, για να μας λυπηθεί και να μας ρίξει και καμιά βροχή.
Τότε έκανε την εμφάνισή της και η Πισπιρίτσα, που ήταν ένας νεαρός ντυμένος με κλωνάρια δέντρου – σαν να ήταν θάμνος που περάταγε- και πίσω του ακολουθούσε μια κουστωδία από λιανόπαιδα, που ψέλνανε.
Πισπιρίτσα περπατεί, το θεό παρακαλεί, για να ρίξει μια βροχή, μια βροχή μια δυνατή για να ποτιστεί η Γη και άλλα που δε θυμάμαι.
Απ τα κλαδιά που είχε ριγμένα πάνω του ο Πισπιρίτσας, δεν γνώριζες ποιος είναι.
Ήταν καλά καμουφλαρισμένος και είχε κρεμασμένη μπροστά του και μια αυτοσχέδια πλεχτή φωλιά απ τα κλωνάρια της στολής του.
Κράταγε στο ένα χέρι μια μεγάλη κουδούνα από κιπρί και στο άλλο μια γκλίτσα για τα σκυλιά που ορμούσαν καταπάνω σ αυτό το περίεργο πράμα, καθώς περνούσε μπροστά απ τις αυλές των σπιτιών τους.
Απ τα κουδουνίσματα, τα γαβγίσματα και το ψάλσιμο των παιδιών, γινόταν μεγάλος σαματάς.
Βγαίναν τότε οι κυράδες απ τα σπίτια τους με μπότια και με στάμνες και κατα-βρέχανε τον Πισπιρίτσα. Για τη ζημιά που έκαναν με το κατάβρεγμα αυτό, του άφηναν για αποζημίωση στη φωλιά του και δυο τρία αυγά, γιατί λεφτά δεν υπήρχαν τότε όπως και σήμερα.
Η ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ
Η προαίρεση ήταν ένα ακόμα έθιμο, που έζησα στα παιδικά μου χρόνια και κράτησε μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Τότε οι εκκλησιές ήταν χωρίς έσοδα και οι παπάδες μαζί με τους φτωχούς και τους δημόσιους υπάλληλους ήταν αχαμνοί, χωρίς κοιλίες και προγούλια. Αν τους φύσαγες, πέφτανε κάτω.
Επειδή τα έσοδα της εκκλησίας ήταν λιγοστά, στις μεγάλες γιορτές γινόταν -η προαίρεση- για να βοηθήσουν οι προύχοντες της Βόνιτσας -με τον τρόπο του ο καθένας- την κατάσταση. Με το τέλος της λειτουργίας έβγαινε ο παπάς τά στην ωραία πύλη με το ευαγγέλιο και παίρνανε θέση δίπλα του δυο επίτροποι κι ο καντηλανάφτης, με ένα δίσκο στο χέρι του ο καθένας.
Ο ένας δίσκος ήταν για τον ναό, ο δεύτερος για τον παπά και ο τρίτος που είχε μέσα και φιόρα, για τον καντηλανάφτη μας τον Πλιακοπάνο.
Ο παπάς κρατούσε το ευαγγέλιο κολλητά στο πρόσωπό, για να μη βλέπει τι ρίχνει ο καθ ένας μέσα στο δίσκο, αλλά όλο και κάτι έκλεβε με την άκρη του ματιού του.
Όποιος ήθελε να προσφέρει κάτι, έμπαινε στη σειρά κι όταν έφτανε στον παπά, του φίλαγε το χέρι, μετά το ευαγγέλιο κι έριχνε μέσα σε κάθε δίσκο τον οβολό του.
Ο παπάς με την άρχουσα τάξη αποτελούσαν μια παρέα και σύχναζαν και στο φαρμακείο μας. Εγώ μικρός τότε -βοηθός για ξεσκόνισμα του φαρμακείου- όλο και κάτι έπιανα με τ αυτί μου.
Η παρέα για να πειράξει τον παπά, έριχνε καμιά φορά περισσότερα χρήματα στο καντηλανάφτη παρά σ αυτόν και όλο του αμόλαγαν σπόντες και μισό-λογα.
Ο παπάς για να έχει την εύνοια του δεσπότη -του έστελνε όπως γίνεται και σήμερα- τις περισσότερες απ τις εισπράξεις του.
Οι εισπράξεις με τον καιρό όλο και λιγόστευαν, γιατί ο παπάς έπιασε φιλενά-δα και τα λεφτά πήγαιναν σε δώρα κι αρώματα.
Σαν είδε ο δεσπότης τις απολαβές του να λιγοστεύουν, ήρθε μια Κυριακή πρωί και χωρίς να τον περιμένει κανένας μπήκε στην εκκλησιά του Άι-Σπυρίδωνα. Σαν είδε το εκκλησίασμα λιγοστό, άστραψε και βρόντηξε.
Άρπαξε το θυμιατήρι απ τα χέρια του παπά και έξαλλος άρχισε να κυνηγά τους ψαράδες στην παραλία. Όλα αυτά γίνανε μπροστά στα μάτια μου και δεν είναι υπερβολές.
Μετά μπήκε αγριεμένος και στο καφενείο του Μάκια του Παππά που ήταν στην πλατεία και σύχναζαν σ αυτόν οι ψαράδες, για να πιούνε μετά το ολονύκτιο ψάρεμα το καφεδάκι τους κι έγινε χαμός.
Σαν είδαν αγριεμένο το δεσπότη να ορμά μέσα στο μαγαζί στριφογυρίζο-ντας στον αέρατο θυμιατήρι, λαχτάρισαν. Δεν περίμεναν να δουν μπροστά τους κάτι τέτοιο και σάλταραν όλοι τους απ το πίσω παραθύρι.
Ο επίλογος ήταν τραγικός.
Πιάσανε τον παπά στα καφάσα της εκκλησίας των Αγιαποστόλων με τη φιλε-νάδα του κι έγινε μεγάλο σούσουρο.
Απ τη ντροπή της η φιλενάδα αυτοκτόνησε με γεωργικό φάρμακο γιατί πέρα απ την καζούρα, δεν ήταν και λίγοι αυτοί που την εκβίαζαν και θέλανε να συνεχίσουν το έργο του παπά.
Ο παπάς σαν υπαίτιος της όλης κατάστασης αποσχησματίστηκε, πήγε φυλα-κή, και η προαίρεση πήρε τέλος.
ΤΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ
Τον καντηλανάφτη μας τον Πάνο τον Ραφτόπουλο, τον αναφέρω με το παράνομά του – όπως και πολλούς άλλους – γιατί ακόμα και σή-μερα -μετά από τόσα χρόνια- δεν γνωρίζω το πραγματικό τους επί-θετο.
Τότε όλοι μεταξύ μας είμαστε γνωστοί μόνο με τα παρατσούκλια, γιατί πολλοί ήταν αυτοί που είχαν το ίδιο όνομα και το ίδιο επίθετο.
Όταν γύρισα από φαντάρος, γεμάτος χαρά χαιρέτησα με σεβαστό ένα συντοπίτη μας και αυτός με αποπήρε. -Σε παρακαλώ μου λέει αυστηρά, δε με λένε έτσι, αλλά έτσι. Και είπε το επίθετό του. Έπεσα απ τα σύννεφα. Πρώτη φορά άκουγα αυτό το επίθετο αυτό στη Βόνιτσα.
Για να μην ξεχνιόμαστε, αναφέρω και μερικά παρατσούκλια.
Πέρα απ τον Πλιακοπάνο, ήταν ο Στέφανος ο Χασούριας, Θωμάς ο Κάρπου-ζας, Δημητράκης ο Τιριτιτιός, Τάσος ο Κοκοράκιας, Νίκος ο Γεσούλας, ο Φάκιας, ο Μέντας, ο Τρίγκας, ο Σουρουκλάκιας, ο Κακατσίδας, ο Λίγδας, ο Γαϊδούρας, ο Ουρνίας, ο Σκιός, ο Τσιγδός, ο Τούρνας, ο Νέπρης, ο Ταρέλας, ο Ασφάκας, ο Μπουράκιας, ο Καραμπίνης, ο Καραμπινιέρος, ο Καρακούφαλος, ο Ρούγκας, ο Καραούλης, ο Μαμούρας, ο Σκαλτσόρας, ο Γατάκιας, ο Σεντέτ, ο Κουτσομύτης, ο Αντώνης ο Διάδοχος, ο Γιώργος ο Ποδάριας, Νίκος ο Τσιτσι-μπός, ο Καποράλος, ο Γκίζας, ο Ρούπας, ο Κουρνόγαλος, ο Γιώργος της Μα-μής, ο Γιώργος της Βάγιως. ο Αχιλλέας της Μηγδάλως, και εγώ ο Γιώργος ο Μπόμπολας.
Ο ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ ΜΑΣ
Στην εκκλησία πηγαίναμε κάθε Κυριακή, φορώντας τα καλά μας.
Από βραδύς μας έβαζε η μάνα μας τσίτσιδι στη σκάφη για να μας ξεβρομίσει, κάνοντάς μας το βδομαδιάτικο μπάνιο.
Μας πέρναγε τρία χέρια σαπούνι -για το καλό- και για να βγάλει τη μάκα που είχαμε πάνω μας, μας περνούσε αλλά τρία μουρμουρίζοντας, γιατί το σαπούνι ήταν ακριβό και πάλι ο κόπος της πήγαινε χαμένος.
Λουζόμασταν κι όταν έπρεπε να πάμε στον κουρέα μας -τον μπάρμπα Βασίλη τον Σπαθούλα- για να μας κουρέψει.
Μας αγριοκοίταζε καθώς μπαίναμε στο κουρείο του και μας ρωτούσε πολλές φορές -γεμάτος υποψία- αν λουστήκαμε καλά. Μας έψαχνε και με τα δάχτυλα το κεφάλι, να δει μπας και είχαν απόμεινει κομμάτι άμμο πάνω του, άλλα όλο και κάτι του ξέφευγε.
Την ώρα που μας έβαζε στην ψάθινη καρέκλα του, εμείς βλέπαμε λοξά και μέσα απ τον καθρέφτη τη γυάλινη μυγοπαγίδα με το ζαχαρωμένο νερό, που ήταν πάνω στο τραπέζι και μετράγαμε τις μύγες που έπιανε.
Εκεί λοιπόν που μας κούρευε -κρίτσι- κρίτσι- κρίτσι- γουλί με τη βαριά σιδερένια χειροκίνητη μηχανή του -που το βάρος της έφτανε σχεδόν το κιλό- με το που έκανε κράκ η μηχανή, μας κοπάναγε και μια μ αυτή στο κεφάλι.
Όποιο συνομήλικο έβγαινε απ το κουρείο του μπάρμπα Βασίλη ή το βρί-σκαμε φρεσκοκουρεμένο στο δρόμο, το ψάχναμε να βρούμε πόσα καρού-μπαλα έχει το κεφάλι του.
Τα καρούμπαλα αυτά τα λέγαμε γεροντικά και όλοι μας ψάχναμε να βρούμε δικαιολογία, για να μην επισκεφτούμε το κουρείο του μπάρμπα Βασίλη.
Όταν έβλεπε εμένα να μπαίνω στο κουρείο του, τον έπιανε ζάλη γιατί με λέγανε Γιώργος όπως και το γιο του.
-Κάθε Γιώργος και μπούφος, μου έλεγε με κακία και πάντα συμπλήρωνε στα χαμηλόφωνα. -Εκτός απ το Γιώργο το Μπελτάο.
Αυτός ήταν γιατρός, τον είχε ανάγκη και φοβότανε μην το μάθει πως σαν Γιώργος, είναι κι αυτός μπούφος.
ΣΤΑ ΕΞΩΚΛΗΣΙΑ
Κάθε Κυριακή άνοιγαν τη δίφυλλη πόρτα τη εκκλησιάς να μπούμε μέσα, καθώς ερχόμασταν συντεταγμένα απ το σχολείο μας.
Γινόταν για λίγο μεγάλος σαματάς και δίναμε ζωή στο μισοκοιμισμένο εκκλησίασμα, που απ το μουρμούρικο ψάλσιμο του ψάλτη μας -του Αχιλλέα του Γαρούφη- κόντευε να το πάρει ο ύπνος.
Ο Αχιλλέας ήταν καλός ψάλτης, αλλά όταν έψελνε αργά τα Βυζαντινά του, ο ήχος της ψαλμωδίας του ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος με τον ήχο που θα έκανε ένα σερσέγκι, κλεισμένο μέσα σε μπότι.
Τότε ξέραμε απ έξω και ανακατωτά όλη τη λειτουργία, γιατί δεν λείπαμε ποτέ απ τις εκκλησιαστικές τελετές.
Πρώτοι και καλύτεροι ήμασταν και στα ερημοκλήσια, γιατί εμείς έπρεπε να κουβαλήσουμε όλα τα απαραίτητα σύνεργα, για τη λειτουργία της ημέρας.
Οι μεγαλύτεροι κουβάλαγαν και τη μικρή κολυμπήθρα, γιατί μετά τη λειτου-ργία όλο και κάποιο μωρό βρισκόταν να βαπτιστεί και να πάρει συνήθως το όνομα του ερημοκλησιού.
Όταν ο νουνός έλεγε το όνομα του μωρού, εμείς τρέχαμε να το πούμε στη μάνα και τον πατέρα του που ήταν πιο πέρα και να δώσει κάτι στον πρώτο, για τα σχαρίκια.
Στο στεφάνι του Άι-Νικόλα -στις 10 του Μάη- ανεβαίναμε με μεγάλη δυσκολία, γιατί καθώς ήμασταν φορτωμένοι με τις εικόνες και τα λιβανιστήρια, έπρεπε αγκομαχώντας αγκαλιά μ αυτά, να βγάλουμε και τη μεγάλη ανηφόρα.
Δεν λείπαμε ποτέ απ τις τελετές αυτές, γιατί με τις επισκέψεις μας στα γύρω ερημοκλήσια, γνωρίζαμε από κοντά και καλύτερα, τα πέριξ της Βόνιτσας.
Στη Ζωοδόχο Πηγή παίρναμε μαζί μας και τα μισοκαμένα κεριά της Ανάστα-σης και τα παρατάγαμε σαράντα μέρες μετά το Πάσχα, στο ερημοκλήσι της Ανάληψης.
Με το τέλος της λειτουργίας τα παρατάγαμε όλα εκεί και τρέχαμε για τη θάλασσα. Ήταν παράδοση τη μέρα αυτή να κάνουμε το πρώτο επίσημο μπάνιο, για το καλό του καλοκαιριού που έφτανε.
ΣΤΟΝ ΑΙ – ΓΙΩΡΓΗ
Του Άι Γιωργιού που πέφτει συνήθως την άλλη μέρα του Πάσχα, γινόταν χαμός να βρούμε και μεις τα μικρά κανένα γάιδαρο, να πάμε καβάλα στο εκ-κλησάκι του, να προσκυνήσουμε.
Ήταν έθιμο απ τα χρόνια τα παλιά, να πηγαίνει ο κόσμος στο εξωκλήσι αυτό καβάλα στ άλογά του, γιατί ο Άγιος αυτός περ απ το ότι ήταν καλός καβαλά-ρης, είχε σκοτώσει και το θεριό, που καθώς λέγανε έτρωγε τις κοπέλες.
Όταν αντρώσαμε και γίναμε εννιάχρονα – δεκάχρονα παιδιά, έπρεπε να βρούμε και εμείς τον τρόπο να πάμε καβάλα στη χάρη του.
Υπήρχε όμως μεγάλη έλλειψη από άλογομούλαρα, γιατί τα είχαν πάρει όλα στο Αλβανικό μέτωπο κι από τότε δε τα ματάδαμε.
Τα δυο γαϊδούρια που είχαν απομείνει στη γειτονιά μας, ήτανε να τα κλαις.
Το ένα γύριζε αδέσποτο στους δρόμους κι έτρωγε χαρτιά και προκηρύξεις σαν να ήτανε φρέσκα μαρούλια και το άλλο ήταν κλεισμένο μέσα στη μάντρα του Μαρκαντώνη.
Η μάντρα αυτή ήταν γεμάτη φωλιές με σερσέγκια, όπως σας έλεγα και πρω-τύτερα και ήθελε μεγάλη προσοχή όταν περνούσες κοντά της.
Ανέβηκα μια μέρα με προσοχή στη μάντρα αυτή, να κόψω καμιά μέσπλα να φάω, όταν είδα πιο κει κι απ τη μέσα μεριά της μάντρας το γάιδαρο.
Για πλάκα μάζεψα μια χούφτα μαυλισμένα κουκαλίτσα -απ τα μούσμουλα που έτρωγα- κι όταν του τα πέταξα, έγινε το κακό.
Τράβηξε κι αυτός μια κλοτσά προς τα πίσω και κατά τύχη πέτυχε μια κυψέλη που ήταν εκεί.
Σκόρπισε το μελίσσι ολόγυρά του και τον έκανε ταμπούρλο.
Εγώ τσακίστηκα να εξαφανιστώ, πέφτοντας άγαρμπα απ τη μάντρα πριν με πάρουν σβάρα, μέλισσες και σερσέγκια.
Το άλλο που έτρωγε τα χαρτιά, αδέσποτο και ξεσαμάρωτο καθώς ήταν, του μπήκαμε καβάλα τέσσερα μικρά ανήμερα του Άι-Γιωργιού και με χαρές και τραγούδια, τραβήξαμε για το εκκλησάκι του.
Μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή και φτάνοντας εκεί, κάναμε τους τρις καθιερωμένους κύκλους γύρω απ το εκκλησάκι και μετά μπήκαμε και μέσα, καθώς τόχαμε συνήθειο.
Σκάλωσε όμως ο γάιδαρος εκεί μέσα και δεν ήθελε με το τίποτεσς να βγει απ την πίσω πόρτα.
Ήρθαν και τ άλλα γαϊδούρια που κάνανε αραβανάκι γύρω – γύρω την εκ-κλησιά, κόλλησαν κι αυτά πίσω μας κι έγινε μεγάλος σαματάς. Φώναζαν οι άλλοι ούιστ, καθώς ο ένας από μας τράβαγε το κεφάλι του του γάιδαρου απ έξω, ενώ τα άλλα τρία, του σπρώχναμε τα καπούλια, για να ξεκολίσει.
Με το που τον βγάλαμε έξω, άρχισαν τα δύσκολα. Ο γάιδαρος δεν κουμαντά-ρονταν με τίποτα. Παραπάταγε από εδώ, παραπάταγε από κει, μέχρι που στο τέλος μας άδειασε και τα τέσσερα σ ένα χαντάκι. Μπάταρε κι αυτός τ ανάσκε-λα δίπλα μας, σηκώνοντας τα πόδια του ψηλά και μας άφησε με τη χαρά.
Δε μπορέσαμε εκείνη τη χρονιά να πάμε και μεις καβάλα στα σπίτια των Γιώργηδων που γιόρταζαν, για να τους πούμε τα χρόνια πολλά και να φάμε και κάνα κομμάτι ραβανί, που κέρναγαν.
ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ένα ακόμη ερημοκλήσι της Βόνιτσας είναι και αυτό της Αγίας Παρασκευής, που γιορτάζει δυο φορές το χρόνο.
Τη μια φορά στη γιορτή της που είναι στις 26 Ιουλίου και την άλλη στις 14 του Μάρτη για ένα θαύμα που είχε κάνει, με ένα παπαδο-παίδι που μίλησε.
Άλλοι πάλι λέγαν πως μούγκανε ένα ψαρά που τη βλαστήμησε και του ξανάδωσε τη λαλιά, μόνο όταν αυτός πήγε και την προσκύνησε, ζητώντας της σχώρεση.
Και στις δυο αυτές γιορτές πήγαινε πολύς κόσμος στο εξωκλήσι αυτό να προσκυνήσει και πολλές γριές ξενυχτούσαν την Αγία ως το πρωί.
Τότε ο κόσμος που έφτανε εδώ ήταν όχι μόνο απ τη Βόνιτσα και τα γύρω χω-ριά, αλλά κι απ το απέναντι νησάκι της Καρακονησάς.
Στην Καρακονησσά είναι η εκκλησία της Παναγίας -που γιορτάζει στις 8 του Σεπτέμβρη- και μαζί με την Αγία Παρασκευή τη δική μας, αποτελούσαν απ τα χρόνια τα παλιά, μετόχια του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αντάλλασσαν από παράδοση, καντήλια και προσκυνητές.
Και στις δύο αυτές γιορτές οι ψαράδες δεν πήγαιναν για ψάρεμα.
Το είχαν τάμα, να μεταφέρουν δωρεάν τους προσκυνητές απ την μια μεριά της ακτής στην άλλη.
Μόνο οι φωτογραφίες μπορούν να περιγράψουν το πήγαινε – έλα των προσκυνητών με τα πριάρια τους.
Η Αγία Παρασκευή αν και είναι το πιο κοντινό εξωκλήσι της Βόνιτσας, είναι συνάμα και το πιο μακρινό, γιατί μας χωρίζει απ αυτό ο κολπίσκος του ιβαριού.
Στα παιδικά μου χρόνια δεν υπήρχαν χωματόδρομοι και μονοπάτια από γύρω και μοναδική επικοινωνία με την απέναντι μεριά της Αγία Παρασκευή και τον οικισμό του Μιρταριού, ήταν η βάρκα.
Περατάρης ήταν ο μπάρμπα Βασίλης ο Κουμαντάνης με τη βάρκα του και τον έβρισκες μέρα και νύχτα εκεί.
Με τη βάρκα του πέρναγε κάθε πρωί ο δάσκαλος να πάει να κάνει μάθημα στα μαθητούδια του στον οικισμό του Μυρταριού και μ αυτή ματαγύριζε το μεσημέρι σπίτι του.
Με τη βάρκα αυτή περνούσαμε και μεις στην απέναντι μεριά της Αγίας Παρα-σκευής για φραγκόσυκα, απίδια, κούτσφα και παιχνίδια στην αμμουδιά, που είναι πίσω απ το εκκλησάκι αυτό.
Εμείς βέβαια δεν πληρώναμε τις ελάχιστες δεκάρες που δίνανε οι άλλοι -μιας και δεν είχαμε- αλλά αναλαμβάναμε το πέρασμα των άλλων με τα κουπιά και ξεκουράζαμε μια σταλιά τον μπάρμπα Βασίλη.
ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ
Περνώντας από αριστερά το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευης, φτάναμε σε μια απότομη κατηφοριά, που μας έφερνε σε ένα πανέμορφο ειδυλλιακό το-πίο, που ο τότε κοινοτάρχης μας Χρήστος Κατσικογιάννης το αποκαλούσε παυσίλυπο.
Ήταν μια απ τις πιο ήσυχες και καθαρές ακρογιαλιές του Αμβρακικού.
Τα ερείπια που είναι πίσω απ το εκκλησάκι και κολλητά στο γκρεμό, σκίαζαν τότε -όπως και σήμερα- μαζί με την πυκνή βλάστηση την ακροθαλασσιά αυτή, με την μοναδική αμμουδιά.
Λέγανε πως αυτό το πανέμορφο τοπίο, ήταν στα παλιότερα χρόνια θέρετρο του Αλί Πασά και πως εδώ περνούσε τα καλοκαίρια του.
Την παραλίας αυτή με τα πεντακάθαρα βότσαλα, την έκοβε στη μέση ένας φυσικός βράχος, που είχε και στοά από κάτω και μας διευκόλυνε να περνάμε απ τη μια μεριά της ακρογιαλιάς στην άλλη. Αν προσέξουμε καλά τη φωτογραφία, βλέπουμε αυτή που λέγαμε εμείς ακρογιαλιά.
Είναι σημαντικό να πω, πως στα παιδικά μου χρόνια οι μεγάλοι δεν κάνανε μπάνιο. Μόνο εμείς τα μικρά τσαλαβουτούσαμε στα κύματα και κάναμε τα πρώτα μακροβούτια μας, στο κουντρί του Άι-Δημήτρη.
Όταν μάθαμε και μερικές απλωτές, μετακομίσαμε στο φανάρι, γιατί δεν υπήρχε τότε άλλη κατάλληλη μεριά για βουτιές και μπάνιο.
Απ τα Χελαίικα και μέχρι στα Ραφταίικα υπήρχε μια μάντρα με ένα μέτρο ύψος και μισό πλάτος, που εμπόδιζε τη θάλασσα, να φτάσει στα πρώτα σπίτια.
Η μάντρα αυτή ήταν κομματιασμένη απ τις τραμουντάνες και μέχρι το μόλο που είναι το άγαλμα, η θάλασσα ήταν διάσπαρτη από κοφτερές πέτρες, που ξέσκιζαν τα πόδια μας. Το χειμώνα με τις τραμουντάνες και τις φουσκοθαλασ-σές το παραλιακό δρομάκι που υπήρχε εκεί, ήταν αδιάβατο.
Με τα χρόνια που πέρασαν, μπάζωσαν τη θάλασσα με βράχια και άμμο και με τον καιρό έγινε η πλαζ της Βόνιτσας, που σήμερα απολαμβάνουμε.
Όσο μεγαλώναμε, για να μη γινόμαστε ξόμπλιο στο φανάρι, πηγαίναμε και κάναμε βουτιές παρά πέρα, εκεί στα βράχια που είναι μετά τη Βλυχούλα. Έτσι μοναδική αμμουδιά για μπάνιο και παιχνίδια ήταν μόνο η αμμουδιά της Αγίας Παρασκευής.
Εκεί έκαναν την εμφάνιση τους και τα πρώτα θαρραλέα κορίτσια.
Μια μέρα που φτάσαμε λίγο καθυστερημένοι, τα βρήκαμε εκεί και η Ισμήνη του Τσαγκαριώλου, μας αποπείρε.
-Παιδιά να φύγετε από δω, η πλάζ είναι αγκαζέ!
Όχι μόνο έγινε χαμός, αλλά ήταν ευκαιρία να γνωριστούμε καλλίτερα παιδιά και κορίτσια της αγοράς.
Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, βόλτες τα βραδάκια στην παραλία και αργότε-ρα εκδρομές στα πέριξ.
1948
Με τα χρόνια που πέρασαν, η αμμουδιά της Αγίας Παρασκευής έγινε πολυσύ-χναστη. Όλοι έφταναν εδώ μικροί και μεγάλοι να κάνουν το μπάνιο τους και να σκεφτείς πως μέχρι τότε, δεν είχε βρέξει κανένας μεγάλος τα πόδια του στη Θάλασσα.
Μαζί με τους λουόμενους φτάσανε μετά το 66 και όσοι υποφέρανε από ρευμα-τικά και ποδόπονους, που τους το σύστησε ο γιατρός.
Η ΚΟΥΚΟΥΜΙΤΣΑ
Στα ανατολικά της Βόνιτσας δεν μπορούσες να πας όχι για μπάνιο αλλά ούτε και για βόλτα. Η παραλία ήταν αδιάβατη από ένα βάλτο με πυκνοπλεγμένες αρμυρικές, βουρλιές και λασπόνερα, που έφτανε μέχρι πέρα στα Χοντρά Χαλίκια.
Όταν το 1947 ήρθε στη Βόνιτσα δασικός ο Φώτης ο Μακρυγιάννης, ξεσήκωσε την νεολαία να δεντροφυτέψουμε το νησάκι της Κουκουμίτσας, που μέχρι τότε ήταν άδενδρο και δεν υπήρχε το εκκλησάκι της εκεί. Ήταν σκεπασμένο από χαμόκλαδα, ασφάκες και ρούσκλα, που ξέσκιζαν τα πόδια, αυτού που θα ήθελε, να το επισεφθή.
Στην δενδροφύτευση πήραν μέρος ο Θανάσης Βασιλάκος, Γιάννης Τσαβαλάς, Πάνος Ζορμπάς, εγώ, Θ. Πανταζόπουλος, Πολύβιος Γιανέλος και αρκετοί άλλοι που δεν τους θυμάμαι.
Μας βοήθησαν και πολλοί ψαράδες με τις βάρκες τους, που κουβαλούσαν το νερό απ την βρύση, που ήτανε τότε στην παραλία.
Εμείς κουβαλάγαμε το νερό με τις λάτες, απ τη βρύση που ήταν κο-ντα στην αυλή του Γιάννη του Χελά.
Περνώντας τη μάντρα του Άι-Δημήτρη, υπήρχε στην ακρογιαλιά ένα παμπά-λαιο πέτρινο γεφύρι, που ήταν παράλληλο με τη μάντρα και χάμω ο τόπος ήταν διάσπαρτος από στουρναρόπετρες
Όλα δείχνουν πως στα παλιότερα χρόνια, θα υπήρχε ένας δρόμος εδώ και μια κοίτη ποταμού.
Μετά άρχιζε ένας λασπότοπος από άργιλο, που άπλωνε και μέσα στη θάλασσα.
Δε μπορούσες να περπατήσεις εκεί μέσα, γιατί ο άργιλος ήταν γλιστερός και βούλιαζες μέσα του μέχρι το γόνατο. Οι αρμυρικές αποτελούσαν ένα ακόμα εμπόδιο με τα πυκνοπλεγμένα κλωνάρια τους, που σκέπαζαν ακόμα και τη θάλασσα. Διασχίζαμε το βάλτο αυτό με μεγάλη δυσκολία, γιατί ο τόπος ήταν γεμάτος και με τρύπες, απ τις πατημασιές που άφηναν τα γελάδια, που βοσκούσαν εκεί μέσα. Ήταν Γολγοθάς να φτάσεις στα Χοντρά Χαλίκια.
Τα λέγαμε Χοντρά Χαλίκια, γιατί η ακρογιαλιά αυτή ήταν στρωμένη με χοντρά βότσαλα που υποχωρούσαν κάτω απ τα πόδια μας και δυσκόλευαν το περπάτημά μας.
Στα Χοντρά Χαλίκια πηγαίναμε το χειμώνα με τα σκαλιστήρια μας, να μαζέψουμε καποσάντες και ριχτιές, μετά απο τραμουντάνες.
Πολλές φορές πηγαίναμε και με καλάμια, που στην άκρη τους δέναμε ένα χοντρά σύρμα και καρφώνουμε τα πορτοκάλια που έφταναν εδώ απ την Άρτα. Τα παρέσυραν τα νερά μετά από μεγάλες πλημμύρες εκεί και τα κύματα της θάλασσας, τα φέρνανε σε εμάς.
Φορτωμένοι με τις λάτες γεμάτες νερό, δεινοπαθούσαμε να περάσουμε όλα αυτά τα εμπόδια και να διαβούμε και το Ράμμα της θάλασσας, για να φτά-σουμε στο νησάκι της Κουκουμίτσας.
Καθένας φρόντιζε από μόνος τα πεύκα που είχε φυτέψει και σήμερα μετά από εβδομήντα και βάλε χρόνια, απολαμβάνουμε αυτό το υπέροχο τοπίο, που με τόσο κόπο το αναστήσαμε εμείς.
ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΗΜΑ
Τα ήθη και τα έθιμα στα παιδικά μου χρόνια, δεν είχανε τελειωμό.
Ένα απ αυτά που διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας, ήταν και ο Αχυρένιος.
Το έθιμο αυτό που μας ήρθε απ τα παλιά, το διοργάνωναν από μόνοι τους οι ψαράδες κάθε Καθαρή Δευτέρα και δικαιωματικά ανήκει σ αυτούς.
Εγώ το είπα < ψαράδικο καρναβάλι >.
Σκόρπιες εικόνες έρχονται απ τα παιδικά μου χρόνια και στριφογυρίζουν μέσα μου, δυσκολεύοντάς με να τις βάλω σε σειρά.
Θυμάμαι δυο ή και τρεις παρέες μουντζουρωμένων ψαράδων, να τριγυρνούν ξυπόλυτοι και μεθυσμένοι στις γειτονιές της Μπούχαλης και να χορεύουν ακατάπαυστα. Δεν ήταν μασκαρεμένοι αλλά μουτζουρωμένοι. Φορούσαν τα μπαλωμένα γιορτινά τους ρούχα και με ανασηκωμένα τα μπατζάκια -ξυπόλητοι καθώς ήταν και μεθυσμένοι- τσαλαβουτούσαν χορεύοντας στα λα-σπόνερα του ανύπαρκτου δρόμου. Πίσω τους ακολουθούσε ο ένας με το νταούλι κι ο άλλος με την καραμούζα και παίζανε ψαράδικους σκοπούς.
Στην πλατεία οι παρέες φτάνανε αργά το μεσημέρι και γινόταν μεγάλο γλέντι.
Μέσα στη μέση της πλατείας ήταν δυο μεγάλα τραπέζια και πάνω τους κατσούλα στο ένα τα μύδια, τα στρείδια, οι καποσάντες και οι ριχτιές, σοροί στο άλλο τα κάθε λογής θαλασσινά.
Σε ένα γάιδαρο καβάλα, φέρνανε και τον Αχυρένιο. Τον κάθιζαν ανάμεσα στα δύο τραπέζια -πάνω σε μια ετοιμόρροπη ψάθινη καρέκλα- και του λέγανε βρομόλογα στα φωναχτά. Μετά άρχιζαν το χορό ολόγυρά του.
Τούτη τη μέρα φτάνανε κι άλλοι ψαράδες απ το νταλιάνι της Λασκάρας κι απ τα ιβάρια της Καρακονησσάς -καμιά δεκαπενταριά νομάτοι- και γινόταν το γλέντι τρικούβερτο.
Στριφογύριζαν όλοι τους σαν τους καλικάντζαρους γύρω απ τον Αχυρένιο και σκούζανε, χειρονομώντας και πηδώντας για τον άδικο χαμό του. Διακωμωδούσαν μέσ τα ξεφωνητά τους τον ψαρά, που αρνήθηκε τη θάλασσα κι έγινε στεριανός και τώρα μισοπεθαμένος ξανάρθε εδώ, ν αφήσει την τελευ-ταία του πνοή.
Μέσα στα μοιρολόγια και στα ξεφωνητά τους, σατίριζα ανθρώπους και γεγονότα της χρονιάς που πέρασε και τραγουδούσαν την Μπαρλαγιάννο.
<Βασίλω μ, τς μπαρλαγιάννους, δεν τόκανες καλά, παράτησες τον Φλένζα, τον παλιομασκαρά.>
Το τραγούδι αυτό που είχε ρυθμό τσάμικου, το άκουσα μεγάλος πια να το τραγουδά στο πανηγύρι του Άγιου Παντελεήμονα ο πατριώτης μας ο Τάκης ο Καρναβάς, χαράματα και πάνω σε τσακίρ κέφι. Φαίνεται πως κάποιος παλιακός, που ήξερε την ιστορία, το είχε παραγγείλει. Το τραγούδι αυτό αναφέρεται σε παλιούς γραφικούς τύπους της Βόνιτσας, που δεν ήταν και λίγοι. < Κυρ – Αντίπενα η παντόφλα σου, ένα τάλιρο, μες το Φάληρο >
Παιδιά τότε, συνεπαρμένα απ το παιχνίδι, δεν δίναμε και μεγάλη σημασία για το τι κάνανε οι μεγαλύτεροι μας και δε μπορώ να περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια τα δρώμενά τους.
Πάντως οι νταμιτζάνες με το ούζο και το μπρούσκο Λευκαδίτικο κρασί που τους πρόσφεραν οι εργοδότες τους ήταν μπόλικο και η όρεξή τους μεγάλη.
Όλο το χρόνο πίνανε πολύ, αλλά τούτη τη μέρα φτάνανε μέχρι την τελική πτώση. Το απόβραδο φέρνανε τον Αχυρένιο στην άκρη του γυαλιού, τον ραντίζανε με πετρόλαδο και τον καίγανε μαζί με την καρέκλα του σαν τον Ιούδα τον αρνητή.
Όλος ο ψαραδόκοσμος τότε, ήταν στη δούλεψη δύο μεγάλων οικο-γενειών.
Η μια ήταν του Γιώργου Τζηφριού που είχε τα ιβάρια της Βόνιτσας, της Ρούγας και της Βουλκαράς, που τότε ήταν λιμνοθάλασσα και στη μπούκα της είχανε χτίσει το χελοίβαρο τ Άι-Νικόλα.
Η δεύτερη οικογένεια ήταν των αδελφών Σπύρου και Μήτσου Τζώρτζη, που είχανε τα νταλιάνια της Βόνιτσα πίσω απ την Αγία Παρασκευή και άλλα δύο στο Βαρκό και στο Χαλίκι. Την κατοχή ήρθαν στη Βόνιτσα πολλές οικογένειες απ τη Λευκάδα, που τότε είχε μεγάλη φτώχεια και δούλευαν στα χωράφια κάτω από άθλιες συνθήκες για ένα πιάτο φαΐ.
Την περίοδο αυτή του 1943 με 45 δε θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά, έπεσε στη Βόνιτσα επιδημία φυματιώδους μηνιγγίτιδας και χάθηκαν πολλά παιδιά της ηλικίας μου.
Ένα απ αυτά ήταν και το μονάκριβο παιδί μιας Λευκαδίτισσας.
Οι σπαραγμοί και οι στριγκλιές της μάνας του -Γλήγορη μούυυυυυυ- τάραξαν τη Βόνιτσα. Το παιδάκι το λέγανε Γληγόρη κι ο πόνος της κάθε μάνας για το παιδί της, αβάσταγος.
Με τα χρόνια που πέρασαν, τον Αχυρένιο τον κλάψανε σαν Γληγοράκη και τον τίμησαν με άρματα, καπέλα, μάσκες και χαρτοπόλεμο.
Από κει και πέρα πώς ένα καθαροδευτεριάτικο παραδοσιακό ψαράδικο έθιμο έγινε καρναβάλι με άρματα, μουτσούνες και καραγκιοζλίκια, μόνο οι αρμόδιοι περί αυτών μπορούν να μας το εξηγήσουν.
Το 1976 γύρισα το έθιμο αυτό σε ντοκιμαντέρ και το Υπουργείο Πολιτισμού που το βράβευσε, θέλησε να ενισχύσει χρηματικά το έθιμο αυτό με τρία εκατομμύρια δραχμές το χρόνο, γιατί το θεώρησε σαν ένα απ τα ωραιότερα έθιμα του τόπου μας.
Πρότεινε να δημιουργηθεί ένας σύλλογος που θα ασχοληθεί με το έθιμο αυτό και με ότι άλλο θα συνέβαλε, στην προβολή της πολιτιστικής μας κληρο-νομιάς.
Δυστυχώς δεν εισακούστηκα ούτε εγώ ούτε και το υπουργείο, γιατί στο χωριό μας ο καθένας, κάνει του κεφαλιού του. Δεν το θέλανε έτσι, γιατί κάθε σύλλο-γος διέπεται από νόμους και πρέπει να κόβονται και αποδείξει.
Το ντοκιμαντέρ μου αναφέρετε στη ζωή των ψαράδων του Αμβρακικού, που μη κατέχοντας άλλο απ το πιοτί και το ψάρεμα, θαλασσοδέρνονται χειμώνα και καλοκαίρι, με ήλιο ή με βροχή, μέρα και νύχτα, για ένα κομμάτι ψωμί.
Ζυμωμένοι από μικροί με την αρμύρα και δασκαλεμένοι απ τον παπού και τον γονιό, κατέχουν όλα τα μυστικά της θάλασσας, τους κόρφους και τα ρέματα, αυτού του κόλπου.
Με κάθε λογής ψαραδοσύνεργα που μπορεί να σκαρφιστεί ανθρώπινος νους –εδώ και χιλιάδες χρόνια τώρα- όπως τα νταλιάνια, τα ιβάρια, τα καλαμωτά, τους βολκούς και τα κοφίνια, που με το πέρασμα του χρόνου δε έχασαν τίποτα απ το χρώμα και την παράδοσή, εξακολουθούν να ψαρεύουν στον κόλπο, χωρίς να μολεύουν τα νερά και να καταστρέφουν το γόνο.
Όμως τα χρόνια περνούν και τα καινούργια σύνεργα ψαρικής σαν αυτά της ανεμότρατας, του νάιλον διχτυού, του γκάγκαμου και του δυναμίτη, κατέστρεψαν το γόνο και τη σοδιά κι αυτοί οι θαλασσοδαρμένοι μάταια αγωνίζονται μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας, να βρουν ένα τόπο, που να κρατά το ψάρι.
Σαν έρθει η μεγάλη σαρακοστή των νηστειών, που το ψάρι δεν τραβιέται στην αγορά, αυτός ό ψαραδόκοσμος αφήνει τα πατροπαράδοτα ψαρέματα και ασχολείται με τα θαλασσινά, μύδια, στρείδια, πίνες, καποσάντες και ριχτιές.
Καθένα απ αυτά τα θαλασσινά θέλει και την τέχνη του για το μάζεμα και μια φροντίδα ξεχωριστή, για να φτάσει αμόλευτο και ζωντανό μέχρι την κατανάλωση.
Δουλεύοντας απ τα βαθιά χαράματα και μέχρι αργά το βράδυ, κατάκοποι και ξενύχτηδες ολόκληρες φαμίλιες πολλές φορές για το μάζεμα, το ξεσγάλισμα, το χώρισμα και το τσουβάλιασμα, άλλοτε συντροφικά κι άλλοτε μοναχικά, πουλάν 10 δρχ το μύδι στο μόλο, για να φτάσει τις 100 στην αγορά.
Έτσι η τέχνη του ψαρά εξακολουθεί να μένει ένα επάγγελμα φτωχό, ταλεπο-ριμένο και αχάριστο, που δε μπορεί να δώσει τίποτες άλλο, περ απ το μεροφάι.
Μακριά απ τους στεριανούς, με τον δικό τους καφενέ και τα δικά τους ήθη κι έθιμα οι φτωχοί ψαράδες, δημιούργησαν ένα δικό τους ψαραδόκοσμο ξέχωρο απ τους άλλους, που είναι γιομάτος προλήψεις και θρύλους.
Κάποτε στα παλιά τα χρόνια, ένας απ αυτούς τους καλοκάγαθους ψαράδες που δεν κατέχουν άλλο απ το πιοτί και το ψάρεμα τον κιότεψε η φτώχεια, αρνήθηκε τη θάλασσα κι έγινε στεριανός. Κι η θάλασσα καθώς λένε, που δεν της στρέγει να χάνει τη γενιά της, πολυτεχνίτη κι ερημοσπίτη τον έριξε στα ξένα, ταλαίπωρο κι αστέριωτο σε δουλειά. Από τότες βαριά το φέρει και τού-τος ο ψαραδόκοσμος και κάθε χρόνο -τούτες τις μέρες- σαν έρθει η Καθαρή Δευτέρα, τον ματαθυμάται και τον καταδικάζει, καθώς ξέρει αυτός με το δικό του τρόπο.
Αφού πιούν και μασκαρευτούν απ το Σαββατόβραδο της Τυρινής μέχρι την Καθαρή Δευτέρα, βλέπουν αυτόν τον αρνητή της θάλασσας, να ματάρχεται όπως και τότε που τον φέρανε σηκωτό, για να τον οδέψουνε στο κοιμητήρι του ψαράδικου συνοικισμού.
Ο Γληγοράκης που έτσι έφτασε στις μέρες μας ότι τον έλεγαν, αφού ετοιμαστεί πρόχειρα πρόχειρα απ άχυρα και παλιόρουχα, κάνει την είσοδό του μεσημεριάτικα στον ψαράδικο συνοικισμό, πάνω σ ένα γάιδαρο που τον τραβά ένας δραγάτης απ το καπίστρι και τον παραστέκουν δύο πρατάρηδες γιδοβοσκοί. Είναι βαριά χτυπημένος για να τον φέρνουν έτσι, τρέξτε λοιπόν το γιατρό. Κάθε χρόνο και σε καινούργια βάσανα μπαίνει ο Γληγοράκης. φορά πνίγηκε, καθαρίζοντας οχετούς στην πόλη. Πρόπερσι τον έφαγε ο σπαστήρας, που δούλευε στον καινούργιο δρόμο. Πέρσι έπεσε απ τις σκαλωσιές μιας πολυώροφης οικοδομής και φέτος τον βρήκαν οι δραγά-τες στα χωράφια και τώρα τον φέρνουν σε κακά χάλια. Δούλευε λέει αργάτης στα μπαμπάκια και τον έκοψε το παραθείο.
Οι ψαράδες έρχονται φωνάζοντας να ριχτούν πάνω στον αχυρένιο Γληγο-ράκη, εμποδίζοντας το έργο του γιατρού, που έχει φθάσει απ την Αφρική με τα σύνεργα και τους νοσοκόμους. Κάθε τι, που δεν είναι θαλασσινό, είναι και αστείο, γι αυτούς τους απλοϊκούς ψαράδες.
Οι ενέργειες του γιατρού βγαίνουν άκαρπες. Ούτε οι ενέσεις, ούτε οι τεχνητές αναπνοές, ούτε το οξυγόνο της θάλασσας, κάναν τη χρήση τους. Ο Γληγορά-κης σιγά-σιγά πεθαίνει, χωρίς να ματαδεί τον κόσμο του και τη θάλασσα.
-Σ’ έφαγαν τα γεωργικά φάρμακα Γρηγόρη μουυυ, σπαράζουν οι συγγενείς.
Σαν αρχίσει να γέρνει η μέρα, φορτώνουν το Γληγοράκη πάνω στογάϊδουρά-κο και με μοιρολόγια αρχίζουν να τον περιφέρουν στα μικρά στενοσόκακα του ψαράδικου οικισμού.
Που και που σταματούν κι ένας γεροψαράς ρωτάει το Γληγοράκη.
-Μην έφαγες το σύρμα του γιαλού;
-Ο τς αφέντη μ’. Απαντά το πλήθος.
-Μην έφαγες αυτό π’ καν πουφ κι αμπολάει μαύρο.
-Ο τς αφέντη μ’.
Και ξαναρχίζουν τα μοιρολόγια, τα νταούλια και τα βιολιά.
Σαν έρθουν στη μικρή πλατεία, το γλέντι θα γενικευτεί. Η συμμετοχή του κόσμου θα δώσει ένα ξεχωριστό χρώμα, μιας και το πλήθος αυτό, είναι ο κριτής αυτού του μικρού ψαράδικου καρναβαλιού.
Κάθε μεταμφίεση είναι κι ένα γεγονός της χρονιάς που πέρασε. Κάθε μασκα-ρεμένος αντιπροσωπεύει και κάποιο απ τα γεγονότα που συζητήθηκαν πολύ απ τον ψαραδόκοσμο και τους κατοίκους αυτής της μικρής Κωμόπολης. Αν υπάρχει έλλειψη τοπικών γεγονότων, τα παίρνουν κι από παραπέρα.
Είναι κρίμα που χρόνο με το χρόνο το ψαράδικο καρναβάλι εγκαταλειμμένο, όλο και κάτι χάνει απ το χρώμα και την παράδοσή του.
Το έθιμο αυτού του ψαράδικου καρναβαλιού, χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Βενετοκρατούμενη η Βόνιτσα στα χρόνια της Τουρκικής κυριαρχίας, κονταρο-χτυπιέται στη παράδοση, αν το καρναβάλι το πήραν απ τους Βένετους ή αν οι Βενετοί το πήραν απ τους Βονιτσάνους και τούτος θα ήταν ένας λόγος που θα έπρέπει να ερευνηθεί ιστορικά.
Σαν πέσει το απόβραδο, φέρνουν το Γληγοράκη στην άκρη του γιαλού και τον ξαπλώνουν πάνω στα χαλίκια του μόλου. Τον ραντίζουν με πετρόλαδο και του βάζουν φωτιά να καεί σαν τον Ιούδα τον αρνητή.
Εδώ γύρω απ τον Γληγοράκη που σιγοκαίγεται, θα γίνει και το τελικό ξεφά-ντωμα του χορού, του πιοτού και της ζάλης. Τούτες τις ώρες θ’ ακουστούν και τα τελευταία ξεφωνητά. -Γληγόρη, μουυυ.
Σαν έρθουν τα μεσάνυχτα ο ψαράδικος καφενές κλείνει. Μαζί του κλείνει και το μεγαλύτερο ψαράδικο ξεφάντωμα της χρονιάς. Σε λίγο η ησυχία θα πέσει και πάλι βαριά βολυμήθρα, πάνω στον ψαράδικο οικισμό. Δεν ακούγεται τίποτα. Μόνο απ τους διπλανούς βάλτους φτάνει το τραγούδι των βατράχων, που βρίσκονται κατά χιλιάδες. Στην άκρη του γιαλού απόμεινε η στάχτη απ τον καμένο Γληγοράκη, περιμένοντας να τη ξεπλύνει το κύμα της θάλασσας.
Οι βάρκες αραγμένες μεσα το ψαρολίμανο, λικνίζονται κατω απ το φεγγαρό φωτο, περιμένοντας το χάραμα.
Ο ουρανός ξανοίγει.
Μια βάρκα μ ανοιχτό πανί, τραβά για το πέλαγος. Το τραγούδι του βαρκάρη ακούγεται μακρόσυρτο λυπητερό. Μια ζωή αρχίζει απ την αρχή. Μια ζωή στερημένη, γιομάτη κούραση αϋπνία και δουλειά. Δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί. Μεροδούλι, μεροφάι.
Ο ΜΑΡΤΗΣ – ο μαρτυριάρης μήνας –
Ένα ακόμη έθιμο -που τηρούσαμε στα παιδικά μας χρόνια- ήταν και ο Μάρτη, που κρεμάγαμε στο λαιμό.
Το έθιμο αυτό που έχει τις ρίζες του στα Ελευσίνια μυστήρια, το αναφέρει και ο Ιωάννη ο Χρυσόστομο σαν ένα ειδωλολατρικό κατάλοιπο.
Για μας οι τρεις πρώτες μέρες του μήνα ήταν οι μέρες της γριάς.
Ο μήνας αυτός έχει τις περισσότερες καιρικές μεταβολές γι αυτό και λέγαμε, πως τρεις φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε.
Ο ήλιος το μήνα αυτό είναι πολύ καυτερός και οι μανάδες που είχαν κοπέλες της παντρειάς, δεν τις άφηναν να τις δει ο ήλιος του Μαρτιού, για να μη τις μαυρίσει και να τις παραδώσουνε στο γαμπρό άσπρες και αφράτες.
Εμείς τα μικρά την πρώτη μέρα του μήνα στρίβαμε άσπρη και κόκκινη κλωστή και τη βάζαμε βραχιόλι στον καρπό του χεριού και κολιέ στο λαιμό μας, για να μη μας -πιάσει- ο ήλιος.
Βέβαια όλα τα μικρά ήμασταν κατάμαυρα, καθώς γυρίζαμε ολημερίς στα κήπια και τη θάλασσα. Ήταν όμως παράδοση να κρεμάσουμε τη μέρα αυτή τον Μάρτη στο λαιμό μας, γιατί πέρα από ξόρκι για το μαύρισμα ήταν και μαντικός. Καθώς ήταν κρεμασμένος στο λαιμό, το χέρι μας πήγαινε ασυναί-σθητα πάνω του. Τον τεντώναμε με το δάχτυλο και τον αφήναμε με δύναμη, κρατώντας τη γλώσσα μας κρεμασμένη έξω. Αν ο Μάρτης σκάλωνε στη γλώσσα, σίγουρα θα τρώγαμε αρνί το Πάσχα.
Όσο οι μέρες πλησίαζαν προς το Πάσχα, τόσο και πιο πολύ ρωτάγαμε το Μάρτη μας, για να μας πει την αλήθεια και να μας μαρτυρήσει, αν θα φάμε αρνί, γιατί κρέας είχαμε να μαντέψουμε απ τα Χριστούγεννα.
Τα σάλια απ την αναμονή του αρνιού που θα τρώγαμε, τρέχανε κάθε μέρα και πιο πολλά -μουσκεύοντάς τον- μέχρι που στο τέλος κοβόταν. Τον κρεμάγαμε τότε στα παλιούρια, για να τον πάρουν τα χελιδόνια που φτάνανε σε λίγο και μ αυτόν να αρχίζανε το χτίσιμο της φωλιάς.
Πολλές φορές τον βάζαμε και στα εικονίσματα μέχρι τον Μάη μήνα για να τον πλέξουμε στο μαγιάτικο στεφάνι ή τον καίγαμε στη φλόγα της αναστάσιμης λαμπάδας, αν το Πάσχα έπεφτε πρώιμα.
Oi μέρες του Πάσχα που φτάνανε σε λίγο, ήταν για μικρούς και μεγλους η μεγαλύτερη χαρά της χρονιάς και τις μέρες αυτές περιμέναμε όλοι μας με μεγάλη ανυπομονησία.
Η μεγάλη βδομάδα με τις φωτιές, τις αγραπνιές και τους πετροπόλεμους ήταν μπροστά μας και από μέρες ετοιμάζαμε όλα τα απαρετητα σύνεργα, για τις μάχες που θα δίναμε σε λίγο. Γυαλίζαμε τα ξυλοκούμπουρα, βάζαμε μπαρού-τη σε σωλήνες, κάλυκες και χαλκούνια και ψάχναμε για τζόρες καλές.
Τις μάχες τις δίναμε τα βράδια της Μεγάλης εβδομάδας στα σύνορα της Μπούχαλης με το Παζάρι.
Ο οικισμός της Μπούχαλης που έμενα εγώ, άρχιζε απ την ένωση και έφτανε μέχρι το σπίτι του Τσαβαλά.
Από εκεί και πάνω ήταν τα ηρωικά Βέτκα. Όλο αχυροκαλύβια.
Πέρα απ τις καλύβες τις πλεγμένες με βέργες λυγαριάς κι αλίμενες στους τοίχους και καταής με λάσπη ζυμωμένη με άχυρα και γελαδίσα σβουνιά, υπήρχαν και 8 με 10 πέτρινα σπίτια. Τα τρία ήτανε δίπατα και τα υπόλοιπα μονά, ισόγεια.
Δεν κυκλοφορούσε αυτές τις μέρες παζαριώτης στη Μπούχαλη, ούτε μπουχαλιώτης στο παζάρι χωρίς λόγο. Απέφευγε ο ένας τον άλλο, όπως ο διάολος το λιβάνι.
Στη Μπούχαλη υπήρχε μόνο ένα μπακάλικο, ενώ όλα τα άλλα μαγαζά ήτανε στην πλατεία, που ήταν και το κέντρο της Βόνιτσας.
Τα μαγαζιά αρχίζανε απ την παραλία και φτάνανε μέχρι τη νυχτερίδα. Εδώ ήτανε ας πούμε το Κολωνάκι μας και επικρατούσαν στην πλειοψηφία τους ψαράδες, χαμάληδες και μικροεπιτηδευματίες.
ΟΙ ΑΓΡΑΠΝΙΕΣ
Πολλά σπίτια στη Μπουχαλη, ήταν τριγυρισμένα με φράχτες.
Οι φράχτες ήταν παλούκια μπηγμένα στο χώμα και πυκνοπλεγμένα με βέργες λυγαριάς, για να προστατεύουν τα ζωντανά απ τις αλπές και τα τσακάλια. Οι φράχτες αυτοί ήταν συνάμα και εμπόδιο για τις κότες, να μη φεύγουνε απ τις αυλές και ξενογεννάνε.
Στις αγραπνιές οι φράχτες αυτοί καθώς ήτανε φρύγανα ξεραμένα, δεινοπαθούσαν. Γυρίζαμε στις γειτονιές της Μπούχαλης όλη τη Μεγάλη εβδομάδα και τραγουδάγαμε.
-Όποιος δε μας δίνει ξύλα, να τόνε φάει η ψείρα, η ψείρα κι η κονίδα, και τ΄ άλογου η πετρίδα. και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον
-Εμείς ξύλα δε παίρνουμε, παλούκια ξεκωλώνουμε και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον
και παίρναμε αυτούς τους φράχτες στους ώμους μας καμιά δεκαριά μικρά και τους ρίχναμε στις φωτιές, που ανάβαμε κάθε βράδυ της Μεγάλης Βδομάδας και τις λέγαμε αγραπνιές. Οι φράχτες βέβαια, ήταν το προσάναμμα για τη φωτιά. Οι μεγαλύτεροι μας φέρνανε κούτσουρα απ τον Πλατανιά, φορτωμένα σε άλογα και εμείς καθαρίζαμε τις γειτονιές από κάθε τι άχρηστο.
Η φωτιά που ανάβαμε κάθε βράδυ πίσω απ το ιερό της εκκλησίας, ήταν μεγάλη και οι φλόγες της φτάνανε και τα δέκα μέτρα. Έπρεπε η φωτιά αυτή να κρατήσει όλη τη νύχτα κι ως το πρωί, γι αυτό πιστεύω, πως τις λέγαμε αγραπνιές.
Οι αγραπνιές κρατούσαν απ τη Μεγάλη Δευτέρα, ως και τη Μεγάλη Παρασκευή. Τη μέρα αυτή ανάβαμε και τη μεγαλύτερη φωτιά, γιατί έβγαινε νωρίς το βράδυ ο επιτάφιος κι ο κόσμος θα θαύμαζε εμάς και τη φωτιά μας.
Ο επιτάφιος έκανε τρεις γύρους στην εκκλησιά και ματάμπαινε απ την πίσω πόρτα, φωνάζοντας ο ψάλτης μας το άρατε πύλες.
Το άρατε πύλες ήταν και το δικό μας σύνθημα, για να μπούμε στα κήπια και στα περιβόλια, για να γεμίσουμε το στομάχι μας.
Στον παπά που μας κυνηγούσε τούτες τις μέρες, για να μας μεταλάβει και να μας ξομολογήσει, δεν πηγαίναμε ένα- ένα. Το είχαμε συμφωνήσει μαζί του, να πηγαίνουμε όλα μαζί. Έτσι όταν μας ρωτούσε αν κλέψαμε, απαντούσαμε όλα μαζί ναι και σβήναμε τις αμαρτίες μας.
Όλες τις μέρες της μεγάλης βδομάδας, μέναμε γύρω απ τη φωτιά και τραγου-δάγαμε τον Άννα και Καΐάφα Ανναναίοι – Κατσαναίοι, που σταυρώσαν το Χριστό, για του μαύρου το λεφτό και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον.
Όβριε σκυλόβριε, πούν η κότα πούκλεψες κι η κότα καρκαλίστικε κι ου Βριός ζαλίστηκε, τ βάλανε στα σίδερά, κακή του μέρα σήμερα
και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον
και πολλά άλλα περιπαιχτικά δίστιχα, τρίστιχα ή τετράστιχα, που πάντα τα ακολουθούσε η επωδός -και κύριε ελέησον- σιγοντάροντας τις ψαλμωδίες του παπά, που κράταγαν μέχρι το ξημέρωμα.
Λέγαμε και παραφρασμένα κομμάτια απ τη < λαζάρα > όπως Εδώ διαβέν ου Λάζαρος, με δώδεκα αποστόλους και πάλι ματαπέρασε με δεκατρείς Αγγέ-λους και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον.
Παλικαρακ ν έμορφο, με το στριφτό μουστάκι πούχεις τον ένα σαν σφυρί και τ άλλο σαν καρπούζι. και κύριε ελέησον και κύριε ελέησον.
Κάθε συνοικία είχε τη δικιά της φωτιά και το κάθε βράδυ άρχιζε πετροπό-λεμος στα σύνορα με τους αντιπάλους, όπου η κάθε πλευρά προσπαθούσε να μπει με στη συνοικία του άλλου και να του σβήσει τη φωτιά. -Μπούχαλιωτες πούτσαραδες, παζαριώτες ξεκωλιάρηδες, και κύριε λέησον, και κύριε λέησον.
Στην αρχή ξεκινούσε ο πετροπόλεμος και μετά άρχιζαν οι εκρήξεις απ τους αυτοσχέδιους μηχανισμού που κουβαλούσαμε μαζί μας. Με τις εκρήξεις, τα χουγιαχτά και τις βλασήμιες άναβαν τα αίματα, πιανόμασταν στα χέρια και το ξύλο με τις τζόρες κρατούσε τόσες ώρες, όσα ήταν και τα ανοιγμένα κεφάλια.
Ο δρόμος για τη Μπούχαλη που δίνονταν σώμα με σώμα οι μάχες.
Στο παζάρι η φωτιά άναβε, πίσω απ το ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα.
Εκεί άναβαν οι παζαριώτες τη δικιά τους φωτιά και τραγουδούσαν τα δικά τους τραγούδια με πρωταγωνιστή τον Ντίνο Κονταρίνη, τον επονομαζόμενο Τράκα. Σας κάναμε τράκα–τράκα, σας λύσαμε τη βράκα.
Πέντε χιλιάδες τάλαρα θα βγάλει (ο τάδε) για τ έχει σύντροφο καλό (τον δείνα ) και σατίριζαν μ αυτά τα τραγούδια τις συμπριές, (εμπορικές συνεργασίες και συναλλαγές) μεταξύ εμπόρων, αγροτών και ψαράδων, που συνήθως ήταν παράτερες.
Ένα απ τα τραγούδια μας αυτά έλεγε.
Πέντε χιλιάδες τάλαρα, θα βγάλ ου Μπελεσιώτης γιατ έχει σύντροφο καλό, τα φάρμακα της Ούντρας.
Η Ούντρα (UNRRA) ήταν μια οργάνωση του ΟΗΕ (1943-1947) περίθαλψης και ανασυγκρότησης, που έκανε την εμφάνισή της στη Βόνιτσα το 1946 με 1947.
Μας ήρθε καθυστερημένη και με όλα τα αποδιαλεγούδια.
Μας μοίρασαν χρωματιστά και παρδαλά ρούχα, δαντελωτά φουστάνια και βρακιά, αλπίσες γούνες, καουμπόικα καπέλα και χίλια άλλα δυο που αν τα φόραγες, γινόσουν παρασάνταλο. Τα βάλαμε εκείνη την Καθαρή Δευτέρα και πήραμε τους δρόμους της Μπούχαλης πίσω απ τους ψαράδες που χόρευαν κι έγινε χαμός. Από τότε ο Αχυρένιος άλλαξε μορφή κι έγινε καρναβάλι.
Μαζί με τα ρούχα και τα παπούτσια, δίνανε σε κάθε οικογένεια κι ένα τετράγω-νο κουτί 40Χ40, περιτυλιγμένο με ένα μελί αδιάβροχο χαρτί, που είχε μέσα του πολλά καλούδια.
Φώναξε ο Δ/τής της χωροφυλακής εμένα και το Γιάννη τον Βασιλάκο -σαν καλά παιδιά που ήμασταν- και μας είπε να βγάλουμε απ το κάθε κουτί τα τσιγάρα και τις σοκολάτες, που είχαν μέσα τους.
Κάτσαμε σταυροπόδι με το Γιάννη σ ένα δωμάτιο – με επιτήρηση στην αρχή- αλλά όταν βαρέθηκαν και φύγανε οι άλλοι, είπαμε και μεις το ένα σ΄ και τ αλλο σ με τα καλούδια και τις σοκολάτες που είχαν μέσα τους.
Όταν βαρεθήκαμε, φύγαμε και μεις στα μουλωχτά, βάζοντας στον κόρφο τα περιτυλίγματα από όσα φάγαμε. Εγώ πήρα και δυο πακέτα των πέντε τσιγάρων -που είχε το καθένα μέσα του- κι έγιναν αιτία, να αρχίσω το κάπνισμα απ τα δεκατρία μου χρόνια.
Όταν οι αρμόδιοι μέτρησαν σοκολάτες και κουτιά, κατάλαβαν τι έγινε και δεν μας ξανά φώναξαν, αν και τα δέματα ήταν πολλά και φτάνανε ίσαμε εκεί πάνω.
Το έθιμο αυτό με τις αγραπνιές, τα τραγούδια και τους πετροπόλεμους -που ήταν συνήθειο απ τα χρόνια τα παλιά- κρατούσε για τα καλά στα παιδικά μου χρόνια.
Όταν γύρισα από φαντάρος το 1959, τα πάντα είχαν ηρεμήσει.
Η έκπληξή μου μεγάλωσε, όταν είδα τους δύο επιτάφιους να συναντιούνται στην παραλία και να κάνουν μια παραλιακή διαδρομή, με συμφιλιωμένους παζαριώτες και μπουχαλιώτες. Τους είχε συμφιλιώσει ο Πατέρας μου, που είχε αναλάβει επίτροπος στον Άγιο Σπυρίδωνα. Ήταν σε όλους γνωστός και σεβαστός, γιατί ήταν ο μόνος φαρμακοποιός όχι μόνο της Βόνιτσας, αλλά και όλης της γύρω περιοχής.
ΤΟ ΜΑΣΚΛΟ ΤΟΥ ΠΛΙΑΚΟΠΑΝΟΥ
Το ξετρύπωνε ο Πλιακοπάνος απ το κατώι της εκκλησιάς και όλη τη Μεγάλη Βδομάδα πάλευε μ αυτό.
Του έβαζε μέσα μπαρούτι και μεις κουβαλάγαμε κουρέλια και χαρτιά για να το στουμπώσει.
Είχε κι ένα χαβάνι -από μισή μπάλα κανονιού κομμένη στη μέση για γουδί- και κει μέσα κοπανάγαμε τα κεραμίδια, μέχρι να τα κάνουμε σκόνη.
Με τη λάσπη των κεραμιδιών έκλεινε ο Πλιακοπάνος τα στουμπιγμένα χαρτό-πανα, για να κάνει το μάσκλο μεγάλο κρότο.
Ο γιατρός ο Καλατζής έλεγε στον Πλιακοπάνο να μη ματαβάλει το μάσκλο στο σπίτι του, που ήταν κοντά στην εκκλησία και γιαπί τότε, αλλά ο Πλιακοπάνος όλο και τ αστόχαγε.
Τοποθετούσε το μάσκλο από τη μέσα μεριά του σπιτιού -σε μια γωνιά του- και με την ανάσταση του έβαζε φωτιά και μπουμπούναγε ο τόπος.
Μια χρονιά το παραφούσκωσε με μπαρούτι, το παραστούμπωσε με χαρτόπανα κι όταν με την ανάσταση του έβαλε φωτιά, το μάσκλο έσκασε κι έγινε χίλια κομμάτια.
Ήρθε ο Πλιακοπάνος ειδοποιημένος στο Φαρμακείο, που ήταν τότε στην πλατεία κι ο πατέρας μου του έκανε νόημα με το δάχτυλο, να περάσει πίσω απ τη βιτρίνα του φαρμακείου. Το χώρο αυτό τον χρησιμοποιούσε ο γιατρός σαν ιατρείο, για να εξετάζει τους αρρώστους, που έφταναν απ τα γύρω χωριά.
Μόλις είδε ο γιατρός τον Πλιακοπάνο, παράτησε τον άρρωστο που εξέταζε εκείνη την ώρα κι όρμησε καταπάνω του να τον γουρλώσει.
Ο Πλιακοπάνος με τα χέρια σηκωμένα ψηλά και με τα μάτια πεταμένα έξω, φώναζε.
-Έσκασε γιατρέ, έσκασε, πάει, έσκασε το σκασμένο, έσκασε.
Το πήραν κι αυτό οι γυρολόγοι που μαζεύαν τα παλιοσίδερα κι από τότε ησυχάσαμε εμείς και ο γιατρός.
Με το μεγάλο σεισμό του 1948, το σπίτι του γιατρού ράγισε και δεν ξέρω αν έφταιγε το μάσκλο, που έβαζε εκεί μέσα ο Πλιακοπάνος.
ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΣΤΗ ΒΟΝΙΤΣΑ
Με την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου, πρώτοι στη Βόνιτσα ήρθαν οι Ιταλοί και τελευταίοι φύγανε. Τούτο το παράδοξο θα σας το εξηγήσω, όταν έρθει η ώρα του.
Ήρθαν λοιπόν με τα μαντολίνα και τις κιθάρες τους και μεις γελάγαμε με τα πολύχρωμα φτερά, που είχαν στα καπέλα τους.
Σαν τα αγριοκοκόρια ήταν, έτοιμοι να πετάξουν.
Είχανε και πανέμορφα παϊτόνια, που τα σέρνανε βαρβάτα άλογα και μ αυτά κόβανε βόλτες οι αξιωματικοί στα πέριξ.
Ήταν φιλικοί με το λαό, γιατί δεν είχε αρχίσει ακόμα η αντίσταση.
Οι καραμπινιέροι απ την αρχή ψάχνανε για κότα – γαλίνα κι άρχισαν να κλέβουν αυγά απ τα κοτέτσα.
Τους πήραν όμως μυρωδιά οι νοικοκυρές, συμμάζεψαν τις κότες απ τις αυλές κι έδεσαν σ ένα παλούκι του κοτετσιού το σκύλο, για να αγριέψει.
Έτσι σιγουρεύτηκαν απ τις ιταλιάνικες μπαγαποντιές.
Τότε το κάθε σπίτι είχε και το δικό του σκύλο. Ήταν αμολημένος στην περιφραγμένη αυλή, για να προστατεύει τα ζωντανά απ τις αλπές και τα τσακάλια, που τριγυρνούσαν κατά δεκάδες τα βράδια, στις γειτονιές της Βόνιτσας.
Τον τάιζαν με το σκυλόψωμο, που ήταν ένα είδος ψωμιού από πίτουρα, ζυμωμένο με τυρόγαλο και ψημένο στον φούρνο.
Όταν τη νύχτα έκαναν την εμφάνισή τους οι αλπές, βγάζανε μια μακρόσυρτη φωνή -ένα πέουουου- που ακούγοντάς την τα σκυλιά, άρχιζαν ν αλυχτάνε όλα μαζί και γινόταν χαμός.
Πολλές φορές βλέπαμε τους Ιταλούς να τριγυρνάνε και με τις απόχες στον ώμο, για να μαζέψουν χελώνες και μπακακάκια, που ήταν κατά χιλιάδες στα χαντάκια και στους γύρω βάλτους.
Εμείς λέγαμε μεταξύ μας, πως τρώγανε και τις γάτες.
Όταν βλέπαμε Ιταλό να ματσουλάει, του λέγαμε τραγουδιστά κάαα-τσε, κάααα-τσε κι αυτός μας κοίταζε και γελούσε, χωρίς να ξέρει τι του λέγαμε.
Εμείς όμως, τρώγαμε τα σκατζοχέρια.
Αυτά συνήθως πηγαίνουν κοπαδιαστά – το ένα πίσω απ τ άλλο. Όταν τα πιάναμε, τα βάζαμε σ ένα ταψί και χτυπώντας τους ντενεκέδες, τ αναγκάζαμε να χορέψουν. Μετά τα πηγαίναμε στον μπάρμπα Νίκο τον Κανατσούλη, που ήταν ειδικώς σ αυτά κι ήξερε να τα γδέρνει.
Το κρέας τους είναι πολύ νόστιμο, σαν του αγριογούρουνου και ακόμα καλύτερο.Τα γουρούνια τρώνε ακαθαρσίες κι αποφάγια, ενώ τα σκατζοχέρια τρώνε χόρτα, φρούτα και αγαπάνε ιδιαίτερα τα σταφύλια.
Είδα όμως και σκατζόχοιρα με φίδι, να είναι κουλουριασμένο γύρω του κι αυτός μια μπάλα να κατρακυλά και να το σκοτώνει με τ αγκάθια του. Δεν ξέρω αν το έφαγε.
Όταν τρώγαμε σκατζόχοιρα, δεν το μαρτυράγαμε σε κανένα, γιατί αν το μάθαινε ο παπάς, δεν θα μας μεταλάβαινε, ούτε και θα μας ξομολογούσε, για να σχωρεθούν οι αμαρτίες μας.
Ίσως αυτή η θρησκευτική απαγόρευση, να έχει σχέση με το ότι τα σκατζοχέρια, είναι τα μόνα ζώα, που κάνουνε έρωτα σαν τους ανθρώπους.
Πέφτει η σκατζοχερίνα τ ανάσκελα καταής και σηκώνει τα ποδιάρια της ψηλά.
Το συζητήσαμε σε σύναξη μεταξύ μας τα μικρά και είπαμε πως ίσως για αυτό το λόγο, δεν έχουν τα σκατζοχέρια, αγκάθια στην κοιλιά τους.
Τώρα που είπα για το φαΐ, μου ήρθε στη θύμησή μου και ο φούρνος του Ντάρδη, που τον είχαν επιτάξει οι Ιταλοί και φούρνιζαν μπανιότες.
Όταν πήγαινα στο φαρμακείο του πατέρα μου -που ήταν στην πλατεία και δίπλα στον φούρνο αυτό- απ τη μυρωδιά της μπανιότας και την πείνα που είχα μέσα μου, μου ερχότανε λιποθυμιά.
Μια φορά -που ήταν και η μοναδική- είδε ένας φούρναρης τα σάλια μου να τρέχαν και μου έδωσε μια μπανιότα.
Τι να σας πω βρε παιδιά και τι να σας μολογήσω. Ήταν το κάτι άλλο. Ήτανε ένα μικρό ολοστρόγγυλο λαχταριστό άσπρο καρβελάκι τόσο δα και η μυρωδιά του στριφογυρίζει ακόμα και σήμερα στη μύτη μου.
Εμείς αν είχαμε τρώγαμε μπομπότα, που αν ήτανε και κρύα, σκάλωνε στο λαιμό και μας κοβόταν η ανάσα. Μας βγαίνανε τα μάτια έξω και ψάχναμε να βρούμε λίγο νεράκι, να ξεγουρλωθούμε.
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΗ ΒΟΝΙΤΣΑ
Μείναμε καιρό με τους Ιταλούς στη Βόνιτσα, πριν κάνουν την εμφάνιση τους και οι πρώτοι Γερμανοί.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η ζωή μας κυλούσε όπως και πριν χωρίς περιπέτειες. Είχα μπει στα έξη μου χρόνια και θυμάμαι καλά, τα όσα συνέβαιναν γύρω μου.
Ένα δικό μας παιδικό πρωινό – θα ήτανε δέκα με έντεκα το πρωί- έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι Γερμανοί.
Ήρθανε πέρα απ το Ριζό, τυλιγμένοι μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.
Ήταν πέντε έξη τρίκυκλες μοτοσικλέτες -απ αυτές με το καλαθάκι στο πλάι- με δυο Γερμανούς καθισμένους στον κορμό της κάθε μο-τοσικλέτας κι ένας τρίτος μέσα στο καλαθάκι της, με ένα πολυβόλο μπροστά του.
Σταμάτησαν στους Αγιαποστόλους.
Άραξαν κάτω απ τα πλατάνια κι αρχίσαμε και μεις τα μικρά, να μαζευόμαστε γύρω τους.
Ήταν κάτασπροι απ τη σκόνη κι όταν βγάλανε τα κράνη και τα γυαλιά τους, κατάξανθοι και ξασπρουλιάρηδες καθώς ήτανε, μοιάζανε σε μας, σαν να ήταν εξωγήινοι.
Εδώ στους Αγιαποστόλους ήτανε τότε ένα καταπράσινο τοπίο δροσιάς και σκιάς.
Κατά μήκος της εκκλησιάς και πέντε έξη μέτρα μπροστά της ήταν τρία αιωνόβια πλατάνια στη σειρά. Μετά άφηναν ένα χώρο για το δρόμος που πήγαινε στα Βέτκα και πάλι άλλα δύο πλατάνια.
Ήταν και τα πέντε πλατάνια στη σειρά και φτάνανε μέχρι εκεί που είναι σήμερα το νοσοκομείο.
Πίσω απ τα δυο τελευταία πλατάνια, υπήρχε κι ένα πελώριο πεύκο.
Αυτή την μεγάλη ισκιάδα την συμπλήρωνε από μπροστά και η πελώρια καρυδιά, που δίπλα της ήτανε και η βρύση της Μπούχαλης.
Η βρύση αυτή ήταν εκεί πριν από πολλά χρόνια και άδειαζε αδιάκοπα τα κρυσταλλένια νερά της Κορπής στο αυλάκι, που κύλαγε στην άκρη του δρόμου κι έμπαινε μετά στα περιβόλια, να τα ποτίσει.
Όλος αυτός ο χώρος ήταν μια φανταστική όαση σκιάς και δροσιάς. Παραπέρα ήταν όλα μια λάκα και η λάκα αυτή έφτανε μέχρι πέρα στις μυγδαλιές του Παπαγαλάνη.
Σ αυτήν εδώ τη σκιάδα των Αγιαποστόλων σταμάτησαν να πάρουν μια ανάσα οι Γερμανοί κι εμείς μαζεμένα ολόγυρά και τους χαζεύαμε.
Έβγαλε ένας Γερμανός από κάπου ένα αβγό κι άρχισε να μας κάνει μ αυτό κόλπα και πειράματα.
Πέταγε το αβγό από δω, τόπιανε από κει, το εξαφάνιζε από εδώ, το ματάπιανε από κει, το χτύπαγε στη γροθιά κι από κει στο μπρατσο και πάλι στη χούφτα και ενώ όλοι περιμέναμε να μας βγάλει από μέσα του κάνα παπαγαλάκι, τούπεσε καταής κι έσπασε.
Του βάλαμε καζούρα κι όλα μαζί τα μικρά φύγαμε, τρέχοντας για τη θάλασσα που μας περίμενε.
Τούτη τη μέρα, ο φίλος μου ο Νάσος ήταν κακόκεφος και κοντοστάθηκε στην παρακάτω αλάνα, εκεί που είναι τώρα το καφενείο του Κούτσικου.
Ήταν κι εδώ μια λάκα, με ένα μεγάλο σωρό από άμμο στη μέση της και κοντοστάθηκα κι εγώ.
Το οικόπεδο αυτό έφτανε μέχρι πέρα στο περιβόλι του Καλίβα και στα μισά του, ήταν το πέτρινο ισόγειο σπίτι του Νάσου.
Απ το σπίτι και κάτω ήταν το περιβόλι του Νάσου, που στο βάθος του ήταν και η κουρουμπλιά με τη φραντζάτα μας.
Μπήκε ο Νάσος στο σπίτι κι εγώ ξωπίσω του.
Τράβηξε το συρτάρι ενός μεγάλου τετράγωνου τραπεζιού που ήταν στη μέση του δωματίου και πήρε μες απ την παδέλα που ήταν εκεί, ένα ωμό κομμάτι ξύγκι. Το έχωσε στο στόμα του και μασουλώντας το, προχώρησε και κάθισε στα τρία εξώσκαλα του σπιτιού.
Κάθισα και εγώ δίπλα του.
Ήταν πάντα λιγομίλητος ο Νάσος και τις λέξεις του τις τράβαγα με το τσιγκέλι, για να τις βγάλει απ το στόμα.
-Εμένα η γάτα μ, -είπε- είναι κυνηγιάρα. Πιάν κι σπιτζούργια.
Ακριβώς τούτη την ώρα έκανε και την εμφάνισή και ο πατέρας του -ο μπάρμπα Μήτσος ο Μηλάκας- ο επονομαζόμενος σουρουκλάκιας.
Βλαστήμησε ως συνήθως τον Άι-Λευτέρη και δακρυσμένος, μας είπε πως σκότωσε το σκυλί.
Ήταν καλός κυνηγός ο μπάρμπα-Μήτσος και κυνηγούσε κρυφά σε όλη την διάρκεια της κατοχής. Το όπλο το είχε κριμένο σε μια τρύπα στις Μαγούλες και τα φυσεκλίκια του τα έφτιαχνε από μόνος του και με δικά του εργαλεία.
Πήγε εκείνη τη μέρα ο μπάρμπα Μήτσος στις Μαγούλες να πάρει το όπλο απ τον κρυψώνα του και το κανελί σκυλί μας που τόχε μαζί του -κινηγιάρικο καθώς ήταν- ξετρύπωσε μια αλπού. Χώθηκε αυτή σε μια τρύπα και βγαίνοντας απ την άλλη, της την μπουμπούνισε ο Μπάρμπα Μήτσος.
Έλα όμως, που δεν ήτανε η αλπού.
Πήραμε το σκαλιστήρι με το Νάσο και με κλάματα διαβήκαμε στη Μαγούλα, να θάψουμε το κανελί κυνηγάρικο σκυλί μας.
Στολίσαμε τον τάφο του με ωραίες στρογγυλές πέτρες, που μαζέψαμε απ την διπλανή ποταμιά, του βάλαμε κι ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό να το φυλάει απ τα κακά και πήραμε το δρόμο του γυρισμού, σκασμένοι απ το κακό μας και χωρίς να βγάλουμε μηλιά.
Ήταν τη μέρα, που πρώτο μπήκανε οι Γερμανού στη Βόνιτσα.
ΙΤΑΛΟΙ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ
Με το που ήρθαν οι Γερμανοί στη Βόνιτσα, οι Ιταλοί κλείστηκαν στο κάστρο.
Με τους Γερμανούς οι σχέση μας ήταν αδιάφορη. Μπάνιο οι Γερμανοί χειμωνιάτικα στη θάλασσα μπάνιο και μεις πιο πέρα, αν και οι λούγγες μας ήταν πρησμένες σαν τα μανταρίνια απ την ασιτία.
Εικονικές οδομαχίες στα σοκάκια της Βόνιτσας αυτοί, κάπου απέναντί τους κρυμμένοι και μεις με τα καλαμένια πολυβόλα μας.
Οι Γερμανοί στις οδομαχίες αυτές χρησιμοποιούσαν σφαίρες με ξύλινα βλήματα μπροστά, που διαλύονταν όταν βγαίνανε απ την κάννη του πολυβόλου.
Όλα αυτά συν έβαιναν στη γειτονιά μας και καθημερινά.
Το σπίτι του Μπόκου που έμενα εγώ, ήταν διώροφο και το τελευταίο σπίτι στα ανατολικά της Βόνιτσας.
Μετά ήταν περιβόλια, καλαμιές και στη συνέχεια βάλτος.
Τις νύχτες στην αυλή μας τριγυρνούσαν ουρλιάζοντας αλπές και τσακάλια.
Το σπίτι μας το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και εμείς τέσσερα άτομα είχαμε στρουμοχτεί σε ένα μικρό δωμάτιο.
Τα βράδια, αν και η περίπολος περνούσε συχνά απ το δρόμο, δεν ανεβοκατέβαινε κανένας Γερμανός απ τη σκάλα, γιατί η είσοδος ήταν απ τη μεριά του κήπου κι αυτοί φοβότανε τους παρτιζάνους.
Οι Ιταλοί ήταν μέσα στο κάστρο και κάθε απόγευμα κατέβαιναν με την μπάντα τους, να κάνουν την υποστολή της σημαίας, που ήταν υψωμένη στο παραλιακό σπίτι του Σερεπίσου.
Ερχόταν η μπάντα από μακρυά -με τις φανταχτερές στολές- παιανίζοντας εμβατήρια και μαρς και μεις τρέχαμε από κοντά τους.
Κάνανε παράταξη κάτω απ τη σημαία και παίζανε ένα σκοπό που τον συμπληρώναμε κι εμείς τραγουδώντας τον, που έλεγε κάτι σαν < Βίντσερε -βίντσερε -βίντσερε, βιζόνια βίντσερε > και άλλα τέτοια, που δεν τα θυμάμαι.
Σ αυτό το γωνιακό σπίτι, είχαν υψωμένη τη σημαία τους, οι Ιταλοί.
Ρίχνανε και χειροβομβίδες οι Ιταλοί στη θάλασσα για ψάρια.
Αυτοί επάνω στο φάρο και μεις από κάτω βουτάγαμε και βγάζαμε τα ψάρια με αμοιβή βέβαια.
Με τη βουτιά που κάναμε, κρύβαμε και κάποιο καλό κομμάτι κάτω από μια πέτρα ή σε μια τρύπα του φάρου για αργότερα.
Τότε ήταν που είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου και σινεμά.
Στήσανε ένα πανί στην πλατειούλα, εκεί που είναι το άγαλμα και πάνω σ αυτό άρχισαν να χορεύουν κάτι όμορφες κοπέλες με αχυρένιες φούστες.
Κρέμασε το τσαγούλι μου απ την έκπληξη.
Για χρόνια στριφογύριζαν αυτές οι φούστες στο παιδικό μυαλό μου και προσπαθούσα να βρω μια άκρη.
ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ
Μαζί με τους Ιταλούς ήρθανε και κάτι μικρά Ιταλάκια, δεκατετράχρονα παιδιά θα ήταν τότε, νομίζω.
Γύριζαν στη Βόνιτσα δυο-δυο πάνω σε κάτι μικρά ποδήλατα, που είχαν κόντρα πεντάλ και συμπαγή ρόδες.
Κυκλοφορούσαν συνέχεια μ αυτά, έχοντας κρεμασμένα στον ώμο τους κάτι μικρά όπλα, τις λεγόμενες Ιταλικές αραβίδες.
Συμμετείχαν και στα παιχνίδια μας. Τη μεγάλη βδομάδα που ανάβαμε τις φωτιές πίσω απ το ιερό της εκκλησιάς μας -τις αγραπνιές- αυτά πηγαίνανε με τους Παζαριώτες κι εμείς οι Μπουχαλιώτες, δεν τα πηγαίναμε καλά μαζί τους.
Όταν έγινε η κατάρρευση των Ιταλών, τους πήραμε τα ποδήλατα.
Ήμασταν θυμάμαι αρκετά μικρά μαζεμένα στη βρυσούλα και προσπαθούσαμε να μάθουμε ισορροπία, όταν με έβαλε πάνω σε ένα απ αυτά ο Θανάσης ο Βασιλάκος και μου έδωσε μια σπρωξιά.
Άντε μετά εγώ να σταματήσω.
Πήρα την κατηφόρα για τη θάλασσα κι έκανα μία διαδρομή κοντά στα χίλια μετρά, που δε θα ήθελα να την ματακάνω στη ζωή μου.
Δεν ήξερα ισορροπία και δεν είχε ούτε και φρένα στο τιμόνι, για να το σταματήσω. Εκείνα τα κόντρα πεντάλ φρένα που είχε, γύριζαν από μόνα τους σαν τρελά εκεί κάτω και τα πόδια μου ούτε και που τα φθάνανε. Ευτυχώς που δεν κοπανήθηκα σε κανένα πεύκο ή ευκάλυπτο, που ήταν γεμάτος δεξιά και αριστερά ο κεντρικός δρόμος μέχρι την παραλία.
1948 Ο κεντρικός δρόμος και στο βάθος ο φάρος με το σπιτάκι του.
Πήγαινα δεξιά και αριστερά, έπεφτα στις λακκούβες που ήταν γεμάτος ο χωματόδρομος και δεν ήξερα και πως να τις αποφύγω.
Σκούζανε απ όπου περνούσα. Έσκουζα κι εγώ. Χαμός σας λέω. Ευτυχώς που δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα.
Είχα άγιο εκείνη τη μέρα. Με τη φόρα που είχα, σίγουρα θα διάβαιναν στη θάλασσα και θα ήταν η καλύτερη λύση.
Προσγειώθηκα όμως ανώμαλα, πριν φτάσω την παραλία. Αναγκάστηκα να μπατάρω στο πλάι και με αρκετές αβαρίες, γιατί μπροστά μου ήταν το κράσπεδό της παταλίας κι αν χτύπαγα πάνω σ αυτό και με τη φόρα που είχα, σίγουρα θα με κλαίγανε ακόμα οι εννιά Μαρίες.
O ROMEL
Εκεί που είναι σήμερα το φαρμακείο του Χρήστου του Δρόλια, ήταν ο κήπος του φίλου μου του Νάσου -που έφτανε μέχρι τα μέσα του δρόμου, που κατεβαίνει σήμερα προ τη θάλασσα- και συνόρευε τότε με το περιβόλι του Καλίβα.
Μετά το περιβόλι του Καλίβα ήταν το χαντάκι που σας έλεγα με τα άγριο σέλινα και το πολύ νερό.
Από εκεί και πέρα άπλωνε ο βάλτος γεμάτος βουρλιές, αλμυρίκια και λασπόνερα που έφτανε μέχρι το Ριζό.
Εκεί πέταγαν τα ψοφίμια και ήταν δεκάδες τα αρπακτικά πουλιά και οι γύπες -δυο φορές το μπόι μου- που έβρισκαν τροφή.
Όταν οι γύπες ήταν χορτάτοι, δε σπάραγανε απ τη θέση τους και καθώς μας κλείνανε το δρόμο ανάμεσα στις βουρλιές, τους σπρώχναμε με το ξύλο, για να πάμε παρά πέρα.
Το καλοκαίρι του 1943 ήρθε μια αγκαρία -που είχε μαζέψει απ τους δρόμους της Βόνιτσας ο Κομ – κομ και καθάρισε ένα κομμάτι απ τις βουρλιές.
Βούλωσαν τις τρύπες, στρώνοντας το χώμα καλά και σκαρώσανε ένα μικρο διάδρομο.
Μετά άναψαν ολόγυρα του μπλέ καπνογόνα.
Τότε ήταν που ήρθε αναπάντεχα κι απ τα ψηλά -σαν να ήταν γεράκι- ένα μικρό κίτρινο αεροπλανάκι και προσγειώθηκε εκεί μπροστά.
Για μας ήταν σαν να προσγειώθηκε ιπτάμενος δίσκος.
Βλέπαμε τα αεροπλάνα που περνούσαν ψηλά στο ουρανό κατά δεκάδες, αλλά ποτέ δεν περιμέναμε να δούμε ένα τόσο κοντά μας.
Κατέβηκε από μέσα ένας ψηλόλιγνος με καπέλο, στολή και γυαλιά και η εικόνα του έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου.
Αργότερα έμαθα πως ήταν ο Romel.
Επιθεωρούσε τις ακτές του Ιονίου, πιστεύοντας πως κάπου εδώ θα γίνει η απόβαση των συμμάχων, που τελικά έγινε στην Ιταλία.
Μπήκε σε μια μαύρη κούρσα και μεις τρέχοντας από κοντά, τον πήγαμε μέχρι το διοικητήριο, που ήταν στην πλατεία και στο επιταγμένο σπίτι του Στούμπη.
Ο Δημοσθένης ο Πανταζόπουλος που ήταν δεκαοχτάχρονο παιδί τότε κι έμενε κοντά στην πλατεία, όταν τον ρώτησα μετά από πολλά χρόνια για το περιστατικό αυτό, μου είπε πως εκείνο το βράδυ έγινε συγκέντρωση των Γερμανών στην μικρή πλατεία μας και διανυκτέρευσε στο σπίτι του Φειδία, που ήταν κι αυτό επιταγμένο. Την άλλη μέρα τον είδε, να φεύγει με τη βενζινάκατο για την Πρέβεζα.
Ο ΚΟΜ – ΚΟΜ
Ο Κομ – κομ ήταν ένας ψηλόλιγνος Γερμανός με γαλόνια και μυωπικά γυαλιά. Μάλλον υπαξιωματικός θα ήταν, αλλά για μένα ήταν κάτι σαν τον παιδονόμος, αλλά για τους μεγάλους αυτός.
Ο άνθρωπος κάτι πρέπει να είχε.
Σίγουρα θα ήταν ψυχοπαθείς.
Γύριζε όλη μέρα στη Βόνιτσα και μάζευε αγκαρίες για να σκάψουν χαντάκια, να στρώσουνε δρόμους και ότι άλλο είχαν ανάγκη.
Χαιρόταν όταν σε έβλεπε να δουλεύεις και τον έπιανε ζάλη, όταν έβλεπε κάποιον αργόσχολο.
Κι από αργόσχολους στο χωριό μας, άλλο τίποτα.
-Κομ – κομ, -Έλα εδώ- σου έλεγε στα Γερμανικά, και σε ξεκώλιαζε στη δουλειά.
Τριγυρνούσε ολημερίς με ένα καρότσι δίπλα του γεμάτο με κάθε λογής εργαλεία κι αν σ έπιανε να χαζεύεις και δεν είχε που να σε στείλει, σ έβαζε να σκάψεις επιτόπου μια τρύπα μέχρι να πέσει το βράδυ.
Τρελός ο Άνθρωπος σας λέω.
Όταν ακούγανε πως έρχεται ο Κομ – Κομ, ούτε κουρούνες δεν πετάγανε στον ουρανό.
Μια μέρα έπιασε τον αρχημουργέλα.
Δεν απέδωσε στη δουλειά που του έδωσε να κάνει και κοίτα τι σκαρφίστηκε ο άνθρωπος.
Η παραλία ήταν γεμάτη από κιβώτια με πυρομαχικά.
Εκεί ήταν και μια μαούνα, που λικνιζόταν στη θάλασσα.
– Αν δε φορτώσεις τα κιβώτια στη μαούνα του είπε, δεν θα πας στο σπίτι σου κι έβαλε το Γερμανό σκοπό που ήταν εκεί και φύλαγε τα πυρομαχικά, να τον προσέχει.
Ήταν η μόνη μέρα της ζωή του, που δούλεψε το πατριωτάκι μας.
Μετά από ώρες δουλειάς έκατσε πάνω σε ένα κιβώτιο να ξεκουραστεί, περιμένοντας τον Κομ – κομ, για να τον απολύσει.
Αμ δε. Τον έβαλε στη μαούνα και τον έστειλε στη Πρέβεζα, για να την ξεφορτώσει.
Από τότε δεν ξανά κυκλοφόρησε το πατριωτάκι μας στη Βόνιτσα.
Έπιασε τις Μαγούλες παρέα με τον Πάνο -που έβοσκε κάτι γελάδια εκεί- μέχρι που φύγανε οι Γερμανοί.
Αυτό κι αν είναι αντίσταση.
Μέχρι και σύνταξη αντιστασιακού πήρε για την ανδραγαθία του αυτή.
Για τον Κομ – Κομ ρωτήστε και κάνα μεγαλύτερό μου.
Όλο και κάποια ιστορία θα σας πει.
Ήταν διάσημος σας λέω.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ήταν ντάλα μεσημέρι και μεις κατάκορφα στη πανύψηλη σκαμνιά του Καλίβα, τρώγαμε αφοσιωμένοι τα τελευταία σκάμνα που είχαν απομείνει εκείνη τη χρονιά, όταν είδαμε από κάτω μας κόσμο.
Αρκετοί ήταν Γερμανοί και μερικοί πολίτες που σκάβανε.
Μαζί τους ήτανε κι ένας παπάς, που είχε σταυρωμένες τις χούφτες των χεριών του. Κοιταχτήκαμε με το Νάσο και λουφάξαμε στα πιο πυκνά φυλλώματα της μουριάς, πιστεύοντας πως θα θάβανε κάποιο πεθαμένο Γερμανό.
Ένας Γερμανός πλησίασε αγριεμένος τον παπά, τον κλώτσησε και τον ανάγκασε να πάρει κι αυτός το φτυάρι.
Μετά τους βγάλανε απ το λάκκο που σκάβανε -εκεί μπροστά μας- και τους στήσανε στη σειρά.
Τρεις Γερμανοί με αυτόματα Stenn γονάτισαν στα 4 μέτρα μπροστά τους και τους θέρισαν.
Ένας αξιωματικός με parampelum πιστόλι στο χέρι, έριχνε από κοντά στο κεφάλι του καθενός σκοτωμένου, ξεχωριστά.
Είμαστε τότε εννιά χρονών παιδιά και με τα όσα είδαν τα μάτια μας εκείνη τη μέρα, μας έκανε να μην δοκιμάσουμε ποτέ πια, τα σκάμνα Καλίβα.
Αργότερα μάθαμε πως ήταν αρχές Ιούλη του 1944 και οι εκτελεσθέντες ήτανε ο παπάς της Παναγιάς της Ρόμβης Ιάκωβος Μαυροκέφαλος απ την Ιθάκη, ο Απ. Κούτσικος απ τα Σκλάβαινα και πέντε Μοναστηριώτες Δ. Μάνθος, Α. Φίλιππας, Κ. Μαραγκός, Ν. Κοκουτσέλος, Ι. Λειχούδης και Α. Κούτσικος
Η εντοιχισμένη πλάκα,
στο καμπαναριό του
Άι-Δημήτρη
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ
Στις 12 Ιούλη του 1944 μπήκανε νύχτα οι αντάρτες στο Μοναστηράκι της Βόνιτσας και χτύπησαν τους Γερμανούς.
Ο παπά Ιάκωβος που είχε κατέβει εκείνη τη μέρα απ τη μονή της Παναγιάς της Ρόμβης -που ήταν λημέρι των ανταρτών στα Ακαρνανικά βουνά- διανυκτέρευε στο σπίτι του παπά Μπόκου.
Θα κατέβαινε την άλλη μέρα στη Βόνιτσα, να βγάλει ταυτότητα και θα πήγαινε στο Μύτικα, να πάρει αλεύρι απ τον Ερυθρό Σταυρό για τους κατοίκου του Βάτου.
Οι Γερμανοί είδαν τους αντάρτες με τα γένια, να ρίχνουν με τα όπλα τους κοντά στο σπίτι του παπά Μπόκου και τους πρώτους που πιάσανε, ήταν οι δυο γενειοφόροι ιερείς.
Ο παπά Καούρας στη Βόνιτσα έκανε ότι μπορούσε για να γλυτώσει τους δυο ιερωμένους απ την εκτέλεση.
Τελικά γλύτωσε μόνο τον παπά Μπόκος.
Κατά την νυχτερινή εκείνη μάχη, σκοτώθηκαν και δύο Μοναστηριώτες. Ο Ιωάννης Κατσαμπές και ο Χρήστος Χαλιμούρδας που τους θάψανε αδιάβαστους, λόγω έκλειψη παπά στο χωριό.
Σε λιγότερο από μήνα, οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την περιοχή μας.
ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ
Με το φιλαράκι μου το Νάσο το συζητήσαμε πολλές φορές το γεγονός αυτό, όχι όμως και με άλλους. Δεν ξέρω ακόμα και σήμερα γιατί μας κυριαρχούσε εκείνα τα χρόνια τέτοια μυστικοπάθεια.
Τριγυρνούσαμε θυμάμαι στον κάμπο και στους γύρω λόφους της Βόνιτσας και βλέπαμε τους αντάρτες με τις μακριές γενειάδες και τις σταυρωτές αρμαθιές γεμάτες σφαίρες στο στήθος τους και τους θαυμάζαμε.
Ήταν ζεμένοι και με τα χρυσαφένια μαχαίρια τους, που λαμποκόπαγαν στο ήλιο και δε μας δίνανε σημασία. Διασταυρωνόμασταν και δε γυρίζαμε να τους δούμε. Τους παρακολουθούσαμε βέβαια λοξά και με σκυμμένο το κεφάλι.
Ήταν πάντα μοναχικοί. Ποτέ δεν θυμάμαι να είδαμε δύο αντάρτες μαζί και ποτέ δεν είπαμε σε κανένα τίποτα. Ούτε και στους γονείς μας.
Αντάρτες βλέπαμε και μέσα στο δημοτικό σχολείο που ήταν τότε γιαπί.
Εμείς τα μικρά με την άφιξη των Γερμανών κάναμε σχολείο στις γύρω εκκλησίες, με δάσκαλο μας τον ψάλτη μας τον Αχιλλέα το Γαρούφη, που ήταν απόφοιτος του σχολαρχείου.
Εδώ θέλω να πω, πως σε όλες τις τάξεις του δημοτικού οι δάσκαλοί μας μας δέρνανε πολύ, όταν κάναμε ζαβολιές ή δεν ξέραμε το μάθημά μας. Συνήθως τρώγαμε δέκα βιτσιές, με βίτσα που ήταν ενάμιση μέτρο μακριά και από κλωνάρι κυδωνιά για να πονάει πολύ.
Χτύπαγε ο δάσκαλος με όλη τη δύναμή του τις τεντωμένες χούφτες μας και τα χέρια μας κρέμαγαν μέχρι το πάτωμα.
Κλαίγαμε γιατί πέρα απ τον πόνο και το κρύο, έτρεχε απ τις πληγωμένες παλάμες μας αίμα και πύον μαζί, γιατί συνήθως τα χέρια μας ήταν γεμάτα από ψώρα.
Δε διαμαρτυρηθήκαμε ποτέ ούτε εμείς, ούτε οι μανάδες μας όπως κάνουν σήμερα και δεν πάθαμε τίποτα, παρά την πείνα και τις κακουχίες που τραβήξαμε. Ίσως να βάλαμε περισσότερο μυαλό και μάθαμε να σεβόμαστε τους γύρω μας.
Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Πριν φύγουν οι Γερμανοί απ τη Βόνιτσα, σκάψανε στο περιβόλι του Πανταζόπουλου -που ήταν δίπλα στου Μπόκου που έμενα εγώ- και ρίξανε μέσα στο λάκκο του άχρηστο υλικό.
Πήγαμε μια νύχτα -μετά από τρία τέσσερα χρόνια- με τον φίλο μου τον Νίκο τον Χώρτη και του έδειξα ανάμεσα στις ντοματιές, που τα είχανε κρύψει.
Σκάψαμε με το σκαλιστήρι και με τις χούφτες λίγο το χώμα επιφανειακά και βρήκαμε κάτι μεγάλες άχρηστες μπαταρίες και λάμπες ασυρμάτου.
Ρίξαμε τις μπαταρίες στο λάκκο και σκεφτόμασταν να πουλήσουμε τις λάμπες στον Πολύδωρα τον Χατζηβασιλείου, που ήταν ο μόνος στη Βόνιτσα, που είχε ραδιόφωνο.
Φύγαμε πηδώντας τη μάντρα και πιστεύω πως αυτός με τον κήπο, θα μας βλαστημάει ακόμα.
Αρκετές μέρες πριν φύγουν οι Γερμανοί απ τη Βόνιτσα, κουβαλούσαν τα κανόνια και τα αυτοκίνητα που ήταν τότε στη μεγάλη αλάνα, εκεί που είναι σήμερα το νοσοκομείο, τα φόρτωναν σε μαούνες και τα φουντάριζαν ανοιχτά στη θάλασσα ανάμεσα στον Κέφαλο και το Κεφάλι της Παναγιάς.
Όταν έφευγε και η τελευταία μαούνα, θα ήταν γύρω στις τρεις το μεσημέρι, ανατίναξαν και τη μεγάλη δεξαμενή με τα πυρομαχικά ενός μυδράλιού, που ήταν στο κάστρο.
Η δεξαμενή ήταν αριστερά και κολλητά σ αυτό το διώροφο σπίτι.
Σείστηκε ο τόπος όλος, αλλά ευτυχώς χωρίς ζημιές.
Φαίνεται, πως αυτός που τοποθέτησε τον δυναμίτη ή ήταν άσχετος και πίστευε πως θα τα διαλύσει όλα ή δεν ήθελε να κάνει κακό.
Μόνο η δεξαμενή τινάχτηκε στον αέρα και γέμισε ολόγυρα ο τόπος με βλήματα και κάλυκες απ το μυδράλιο αυτό.
Το μυδράλιο έμεινε εκεί μπροστά στο στρογγυλό προπύργιο του κάστρου, με μια σφαίρα μπλοκαρισμένη στην κάνη του κι εμείς τα μικρά προσπαθούσαμε να το επισκευάσουμε.
Όσο οι Γερμανοί ήταν στη Βόνιτσα, το μυδράλιο αυτό δεν έπαψε να ρίχνει απ το πρωί μέχρι το βράδυ στους γύρω λόφους, στα βουνά και στο Περγαντί.
Αυτό το ολοήμερο κροτάλισμα του, θα έλεγα πως ήταν το σήμα κατατεθέν της Βόνιτσας.
Για αρκετά χρόνια ψάχναμε στα χαμόκλαδα μέσα και έξω απ το κάστρο, να βρούμε τους κάλυκες και τα βλήματα τους.
Ο κάθε κάλυκας ήταν 30 με 40 εκατοστά μακρύς και είχε διάμετρο 4 εκατοστά περίπου. Τον γεμίζαμε με μπαρούτι, τον κλείναμε καλά από μπροστά και του κάναμε μια τρύπα στο πίσω μέρος του με μια πρόκα. Για φιτίλι βάζαμε στην τρύπα ένα κομμάτι φωτοβολίδα κι όταν του βάζαμε φωτιά, μπουμπούναγε ο τόπος.
Ανήμερα το Πάσχα ήταν, όταν έβαλε σε μια τρύπα της μάντρας του Άι-Νικόλα ένα τέτοιον κάλυκα ο Στέφανος ο Χασούριας και τούβαλε φωτιά.
Περίμενε δίπλα στην τρύπα, αλλά ο κάλυκας δεν έλεγε να σκάσει.
Έχωσε τότε τη μούρη μέσα στην τρύπα και άρχισε να τον φυσά, μέχρι που έγινε το κακό.
Τον φέρανε στο φαρμακείο -που εκτελούσε και χρέη νοσοκομείου- με τα μούτρα κόσκινο απ τα χαλίκια της τρύπας.
Ευτυχώς και δεν τον πήρε ο κάλυκας, που θα τον άφηνε στον τόπο.
Τα βλήματα του κάλικα ήταν 10 εκατοστά περίπου το καθένα με τη μύτη του βαμμένη με κόκκινη η κίτρινη.
Με ένα ξυραφάκι ξεβιδώναμε μια βιδούλα που είχε στο πλάι της η μύτη αυτή και αφαιρέσουμε από μέσα τον επικρουστήρα, που ήταν μια μαύρη σιτόπροκα.
Με προσοχή ξεβιδώναμε μετά και το καψούλι. Το υπόλοιπο κιτρινοπό εκρηκτικό μείγμα που είχε μέσ το δίναμε στους μεγαλύτερούς μας, να φτιάξουν αυτοσχέδιους δυναμίτες για ψάρεμα.
Το καψούλι που κρατούσαμε, το βάζαμε μέσα σε ένα ίσιο καλάμι ενός μέτρου, κομμένο 10 εκ. πάνω απ τον κόμπο του και βουλώναμε την τρύπα με ένα κομμάτι ξύλο συκιάς, για να συγκρατεί το καψούλι και την πρόκα που χώναμε μέσα και αποτελούσε τον επικρουστήρα.
Το κατασκεύασμα αυτό το βάζαμε στη λαστιχέρα μας και το εκτοξεύαμε στον αντίπαλο ή το χτυπάγαμε στον τοίχο της εκκλησιάς των Αγίων Αποστόλων και μπουμπούναγε ο τόπος.
Στις αγραπνιές αυτό το αυτοσχέδιο βλήμα το χρησιμοποιούσαμε στις επιθέσεις μας και οι δυο αντίπαλες ομάδες, γιατί απ τους κρότους, τις λάμψεις και τους καπνούς άναβαν τα αίματα και γινόμαστε περισσότερο επιθετικοί.
Το πρωί και πριν την έκρηξη του κάστρου, ανατίναξαν και τις δυο απ τις πέντε τρύπες που είχαν στο Ριζό -εκεί στην ανηφόρα- για να κόψουνε τον χωματόδρομο, που πάει για τα Παλιάμπελα.
1960 Στη φώτο αυτή φαίνονται ακόμη, οι δυο κατακρημνίσεις στο δρόμο.
1947 Τα δύο κανόνια της φωτογραφίας μείνανε για αρκετά χρόνια εκεί, σαν ενθύμιο της κατοχής.
Η ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ
Εδώ πρέπει να σας πω πως αν και μικροί γνωρίζαμε όλους τους τύπους των όπλων και για τις χειροβομβίδες όταν τις απασφαλίζαμε και τις πετάγαμε, ξέραμε και πόσα δευτερόλεπτα έπρεπε να μετρήσουμε, μέχρι να σκάσουν.
Πετούσαμε χειροβομβίδες δεκάχρονα παιδιά τότε και το πλήρωσαν ακριβά πολλά μικρά, τόσο απ τη Βόνιτσα όσο κι απ τον Άι-Νικόλα.
Είχαν συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί με τους Γερμανούς και φεύγοντας παράτησαν όπλα και πυρομαχικά σε καταφύγια και χαντάκια.
Ανεβήκαμε εκείνη τη μέρα τα σκαλιά της νυχτερίδας και στρίψαμε αριστερά. Φτάνοντας στο καμπαναριό του Άι- Νικόλα, απόφασησαμε να πάμε κατά τον κάμπο και πήραμε το δρομάκι που τράβαγε ίσια να συναντήσει τον καρόδρομο, που οδηγούσε στη Λευκάδα.
Περάσαμε τον Αχενολόο που ήταν μια ερημική περιοχή με χαλέπιτα, φουντωμένες λυγαριές και πολυγωνικά χαρακώματα και παίζοντας αστειευόμενοι, φτάσαμε στις μυγδαλιές του Σουλτάνη. Εκεί ήταν που βρήκαμε μια κόκκινη αμυντική χειροβομβίδα ξεθαμμένη απ τη βροχής. Την περιεργάστηκε όλη η παρέα και αποφασίσαμε να τη ρίξουμε.
Μετά από κλήρο την απασφάλισε ο Ηλίας ο Λαιμονής και την πέταξε σε ένα χαντάκι. Η χειροβομβίδα δεν έσκασε και αρχίσαμε τότε χάριν χαζομάρας, να την πετάει ο ένας στον άλλο.
Παίζοντας αυτό το παιχνίδι, φτάσαμε μέχρι το πέτρινο γεφύρι που ήταν στο χωματόδρομο που πήγαινε για τη Λευκάδα. Το γεφυράκι αυτό ήταν εκεί κοντά, που είναι σήμερα ο Άγιος Νεκτάριος.
Τότε ήταν που είδαμε να κατεβαίνει τη μεγάλη κατηφόρα -πριν ακόμα κόψουνε το βουνό- ο Ροντογιάννης απ τη Λευκάδα, έχοντας το γάιδαρό του φορτωμένο με δύο κοφίνια γεμάτα μπαρτζαμιά Λευκαδίτικα σταφύλια. Τα πούλαγε στις γειτονιές της Βόνιτσας, ανταλλάσσοντάς τα με καλαμπόκι.
-Άι ορέ Ροντογιάν τ παναγία σ πίσω και σ έφαγα, του φώναξε ο Μαμούρας με τη χοντρή φωνή του -κρυμμένος πίσω από μια φουντωμένη λυγαριά- και του πέταξε τη χειροβομβίδα.
Και ω του θαύματος. Η χειροβομβίδα έσκασε με μεγάλο κρότο, μέσα σε ένα σύννεφο καπνού.
Έκανε μεταβολή ο γάιδαρος και πήρε κλοτσώντας τη μεγάλη ανηφόρα για τη Λευκάδα, σκορπώντας δεξιά και αριστερά τα μπαρτζαμιά Λευκαδίτικα σταφύλια του. Πίσω του έτρεχε κι ο Ροντογιάννης για να γλυτώσει, που μετά από αυτό το περιστατικό, δεν ξαναπάτησε στη Βόνιτσα.
Αλλά και μεις τρέχαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση απ τη λαχτάρα που πήραμε, για να κάνουμε ανασύνταξη στο καμπαναριό του Άι-Νικόλα.
Ξαφνικά έχασα τον Ηλία που έτρεχε μπροστά μου. Ήταν απόβροχο και τα χαρακώματα ήταν γεμάτα νερό.
Όλα ήτανε μια λίμνη.
Δεν ξέραμε που πατάγαμε. Όταν τον βγάλαμε τον Ηλία απ το χαράκωμα με τα λασπόνερα, έβγαλε μια στριγκλιά κι άρχισε να τρέχει, φωνάζοντας. -Ωχ με σκοτώσατε, η καρδούλα μ.
Έτρεχε πρώτος αυτός απ όλους μας -αν και βρεγμένος απ τα λασπόνερα- και ξωπίσω του εμείς , χωρίς να ξέρουμε τι συμβαίνει. Είχαμε πάθει όλοι μας σύγχυση. Ήταν κάτι, που δε το περιμέναμε.
Όλα αυτά γίνανε, λίγο πριν πάμε στο γυμνάσιο.
ΤΟ ΕΑΜ ΣΤΗ ΒΟΝΙΤΣΑ
Με το που φύγανε οι Γερμανοί, γέμισε η πλατεία της Βόνιτσας από αντάρτες του ΕΑΜ. (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) που ήταν ολόγυρα στους λόφους και τα βουνά.
Όσοι απ τους ντόπιους είχαν μπλεξίματα με Γερμανούς ή με τα Ζερβικά, με την αποχώρηση των Γερμανών, φύγανε κι αυτοί για την Κέρκυρα, γιατί τους αντιφρονούντες και τους συνεργάτες των Γερμανών τους μάζευαν οι αντάρτες και τους στέλνανε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, που είχαν στίσει στην Τατάρνα.
Η ατμόσφαιρα γενικά ήτανε πανηγυρική.
Μία παρέα από Ιταλούς που είχαν προσχωρήσει με την Ιταλική κατάρρευση στο ΕΑΜ -και πολέμησαν μαζί με τους αντάρτες τους Γερμανούς- τραγουδούσε με κιθάρες και ακορντεόν στην ταβέρνα του Πρίφτη, που ήταν εκεί στην πλατεία.
Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά να τραγουδάνε το τραγούδι του < Καπετάν Ανδρέα Ζέπο, χαίρομαι όταν σε βλέπω > και μου άρεσε πολύ.
Οι Ιταλοί ήταν ακόμη εδώ. Γι αυτό σας είπα στην αρχή, πώς πρώτοι ήρθανε στη Βόνιτσα και τελευταίοι φύγανε.
Στη μέση της πλατείας ήταν μια ξύλινη κολόνα και το βράδυ στήθηκε ολόγυρά της ένα τρελό γλέντι με χορούς και τραγούδια που κράτησε όλη τη νύχτα.
Όλη η Βόνιτσα ήταν παρών.
Ρίχνανε οι ΕΑΜίτες με τα οπλοπολυβόλα στον αέρα τροχιοδεικτικές σφαίρες και φώτιζε ο ουρανός. Ήταν κάτι ανάλογο με τα σημερινά βεγγαλικά, ας πούμε.
Επάνδρωσαν αμέσως οι ΕΑΜ ίτες τις δημόσιες υπηρεσίες με παλιούς και νέους υπαλλήλους και διόρισαν δικαστές και εισαγγελείς.
Ο Φειδίας ο Γεωργίου, έγινε φρούραρχος.
Πρώτος εισαγγελέας ήταν ο παππούς του Φώτη του Βιτώρη, ο Κατσαράς.
Ο Πέτσας έγινε αρχηγός του Ε.Λ.Α.Ν ( του Λιμενικού σώματος ) και ο Γιώργος Ευαγγέλου που ήταν της αγροφυλακής, ανέλαβε τη διοίκηση της αστυνομίας.
Ο πατέρας μου τοποθετήθηκε στη διαφώτιση.
Ήταν κι άλλοι πολλοί, που δε τους ήξερα ή δεν τους θυμάμαι.
Στο σχολείο μας ήρθαν δάσκαλοι αντάρτες και μας μοίρασαν βιβλία.
Απ ότι θυμάμαι τα βιβλία αυτά, εξυμνούσαν τα αετόπουλα. Έγραφαν μέσα πως <όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό, τρέξανε τα αετόπουλα να βοηθήσουν, φέρνοντας άλλος ζεστό ψωμί απ το φούρνο του σπιτιού του, άλλος τυρί και άλλος λάδι >.
Κρίμα που δεν φύλαξα αυτό το βιβλίο.
Τότε ήταν που πέρασε σε παράταξη πολύς ΕΑΜ τικος στρατός. Άρχιζε πέρα απ το Ριζό και έφτανε μέχρι εδώ στους Αγιαποστόλους.
Πήγαιναν να καταλάβουν τη Λευκάδα.
Μπροστά και πρώτες στη σειρά θυμάμαι ήταν κάτι πανύψηλες αντάρτισσες -Γιουγοσλάβες είπαν- με εντυπωσιακό παράστημα και με τα οπλοπολυβόλα επ ώμου.
Σε λίγες μέρες ματαγύρισαν αυτή τη φορά πίσω, πηγαίνοντας τους Λευκαδίτες αιχμάλωτους για την Τατάρνα.
Οι περισσότερες πόλεις είχανε πέσει στα χέρια των ανταρτών, χωρίς να γίνει μάχη.
Μεγάλη μάχη γινόταν όμως τις μέρες αυτές στην Πρέβεζα, μεταξύ ΕΑΜ και ΕΔΕΣ όπου σκοτώθηκε και ο Πάνος ο Μάσος, ένα απ τα αδέρφια τους Μασαίους, αδερφός της Βαρβάρας της μαμής μας.
Έγινε θυμάμαι τελετή στο άγαλμα και τραγουδούσανε όλοι μαζί το <Αιώνια η μνήμη σε σας αδελφοί, στον τίμιο που πιάσατε αγώνα> ενώ ένα απόσπασμα έριχνε τιμητικές βολές.
Αυτή την περίοδο ήταν, που είδα στην μικρή πλατεία μας και μερικές ηρωικές μορφές του αντάρτικου, που τους τρέμανε οι Γερμανοί.
Είδα τον κοντόσωμο Γιαννούλη με τη μακρυά γενειάδα του. Εδώ ήταν και η λεβεντόκορμη Τζαβέλενα ντυμένη με αρμαθιές από σφαίρες και πάνω σε ένα ψαρή άλογο είδα το γιατρός ο Κακλαμάνης απ τη Λευκάδα. Ήταν και ο Κατσαρός απ τα Παλιάμπελα, κι ο Ρέπας από εδώ κι άλλοι πολλοί που δεν τους γνώριζα.
Αντάρτισσες της Βόνιτσας, με τη Μαχούλα Μαλαντρή
Όλοι τους ήτανε ήρωες, γιατί πολέμησαν τους Γερμανούς.
Νύχτα -στις 12 Ιούλη του 1944- μπήκε στην Αμφιλοχία ο Γιαννούλης με την ομάδα του και πέρασαν απ τα μαχαίρια τους δύο Γερμανικά φυλάκια, χωρίς να πέσει τουφεκιά και χωρίς να τους πάρει κανείς μυρωδιά.
Αυτοί που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, έδειξαν ποια σπίτια έπρεπε να κάψουν οι Γερμανοί στην Αμφιλοχία για αντίποινα.
Όλα αυτά κράτησαν πολύ λίγο, γιατί έγινε η συνθήκη της Βάρκιζας και οι ΕΑΜ ίτες παράδωσαν τα όπλα και γύρισαν στα χωριά τους.
< ΕΡΤ Α.Ε. >
Σαν σήμερα, δάκρυσαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας, υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1945. Οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ, δέχονται να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ και οι μαχητές του να παραδώσουν τα όπλα τους στην κυβέρνηση του Ν. Πλαστήρα. Τη συμφωνία της Βάρκιζας την υπόγραψαν όλοι τους, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ από τις μετέπειτα κυβερνήσεις. Ακολούθησε όργιο τρομοκρατίας, διώξεις, επιθέσεις, δολοφονίες και βασανισμοί ΕΑΜ-ιτών και κομμουνιστών.
Εδώ θα δεις την παράδοση των όπλων, απ τους αντάρτες του ΕΛ.Α.Σ
Η αντίσταση κατά των Γερμανών ήταν Εθνική και όχι κομμουνιστική.
Ο Άρης Βελουχιώτης ξεκίνησε πρώτος τον ανταρτοπόλεμο χωρίς τη συγκατάθεση του ΚΚΕ και ήταν ο στρατιωτικός ηγέτης του ΕΑΜ και όχι του ΚΚΕ. Μεταξύ Ζέρβα και Βελουχιώτη υπήρχε μεγάλος αλληλοσεβασμός.
Το αν δεν συνεχίστηκε ενωτικά ο απελευθερωτικός αγώνας μετά τον Γοργοπόταμο, δεν φταίνε οι δύο αρχηγοί, αλλά οι επιρροές και οι αποφάσεις που πήραν τότε για τα Βαλκάνια.
Με τη συνθήκη της Βάρκιζας ενώ οι ΕΑΜίτες παρέδωσαν τα όπλα, οι συνεργάτες των Γερμανών, οι καταδότες, οι δωσίλογοι, οι προδότες, οι ταγματασφαλίτες, και όλο το σκυλολόι που τους ακολουθούσε, όπως μαυραγορίτες, Χίτες Ράληδες, Μαγκανάδες, Μπουραντάδες, αντί να περάσουν τις πόρτες των δικαστηρίων, κράτησαν τα όπλα κι άρχισαν να κάνουν κουμάντο στην Ελλάδα με τις πλάτες των Εγγλέζων.
Κυνήγησαν όλους όσους ήταν στην εθνική αντίσταση σαν κομμουνιστές -όταν γύρισαν στα σπίτια τους να ησυχάσουν μετά από τόσα χρόνια στα βουνά- και οι τραμπούκοι με τις βιαιότητες τους, τους ανάγκασαν να πάρουν για δεύτερη φορά τα όπλα σαν ΕΛΑΣίτες αυτή τη φορά και να ανταποδώσουν τα ίσα.
Έτσι ξεκίνησε ο άδικος και αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε άλλα τέσσερα χρόνια.
Οι απάτριδες και οι απόγονοι τους που φέρανε πολλές φορές την Ελλάδα στη τραγική θέση που ήμαστε και σήμερα, συνέχισαν και συνεχίζουν ακόμα και τώρα το ίδιο το βιολί. Αυτοί είναι εθνικόφρονες και μόνο αυτοί αγαπούν την Ελλάδα. Όλοι οι άλλοι είναι μιάσματα. Αυτά έλεγαν τότε και αυτά λένε ακόμα και σήμερα, για να επικρατήσουν.
Μέχρι και τη σημαία απ την Ακρόπολη λέγανε τότε, πως την είχαν κατεβάσει τα παλικάρια της οργάνωσις Χ, οι Χίτες και όταν αντέδρασα δεκατετράχρονο παιδί τότε, λίγο έλειψε να βρεθώ στη Μακρονησο.
Αναφέρω το γεγονός αυτό, για να σας δείξω πόσοι ρουφιάνοι ήταν ολόγυρά μας και παρίσταναν τον πατριώτη.
Είναι αυτοί που στον πρώτο κίνδυνο παίρνουν τα λεφτά τους και φεύγουν στο εξωτερικό -για να σώσουν το τομάρι τους- αφήνοντας πίσω τους τον κοσμάκη, να πληρώσει τα σπασμένα.
Για να σας δώσω το κλίμα που επικρατούσε, αναφέρω ένα τραγούδι της εποχής, που έλεγε για ένα συνεργάτη των Γερμανών.
Απ όλα τα αποσπάσματα, του Μαγκανά μ αρέσει, πούχει τις σφαίρες σταυρωτά, τ αυτόματο στη μέση. Γειά σας ταγματασφαλίτες, χωροφύλακες και χίτες.
Ο φιλήσυχος λαός λούφαξε κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά στις θηριωδίες, στις βιαιότητες και τους τραμπουκισμούς.
Όσοι ήταν υπάκουοι γλύψανε και κανένα κόκκαλο απ τα προγράμματα της Ούντρας και του Σχεδίου Μάρσαλ, που τα καρπώθηκαν αυτοί που αγαπούσαν περισσότερο την Ελλάδα. Τους άλλους τους περίμενε η Μακρόνησος και τα ξερονήσια. Τι κρίμα για την Ελλάδα. Όλοι ανοικοδομούσαν τις χώρες τους και εμείς εδώ σκοτωνόμασταν μεταξύ μας. Αυτά σκέφτομαι μετά από τόσα χρόνια και κλαίω μάσα μου σαν το μικρό παιδί.
Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ
Η Νυχτερίδα ήταν το μοναδικό νυχτερινό κέντρο της Βόνιτσας την εποχή αυτή.
Ήταν ένα παμπάλαιο πέτρινο ημιυπόγειο κτίσμα, με στενή ξύλινη πόρτα, ετοιμόρροπη στέγη και παράθυρα χαμηλά στο δάπεδο. Για να μπεις μέσα, έπρεπε να κατέβεις και δύο τρία σκαλιά.
Το λέω νυχτερινό κέντρο, γιατί ήταν το μόνο καφενείο που έμενε ανοιχτό μετά το πέσιμο του ήλιου, λόγω έλλειψης φωτισμού στα άλλα.
Στην αυλή της Νυχτερίδας ήταν δυο μεγάλες λεύκες και από κάτω τους μια κρεβατίνα από περικοκλάδα. Απ έξω είχε μπλε στρογγυλά τρίποδα σιδερένια τραπεζάκια και μέσα τετράγωνα ξύλινα, με ετοιμόρροπες ψάθινες καρέκλες.
Έμεινε σαν θρύλος, γιατί μετά την κατοχή και τον εμφύλιο να μαίνεται ακόμα στα γύρω βουνά, ο κόσμος θέλοντας να ξεφύγει λίγο απ το εμφυλιοπολεμικό κλήμα, πήγαινε εκεί τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές, να περάσει την ώρα του.
Οικογενειακό κεντράκι θα έλεγα, με λιγοστές γνωστές οικογένειες όπως της δικής μου, του Τράκα, του Διοικητή της χωροφυλακής, Βασιλακαίοι, Μακραίοι και άλλοι, που πίνανε οι μεγαλύτεροί μας μπύρα Φιξ ξεροσφύρι κι όταν τους έσφυγκε το κάτουρο, βγαίναν να ξαλαφρώσουν πίσω απ το καλύβι της κυρά Λέγγος.
Οι κυρίες δεν ξέρω πως τα βόλευαν.
Όλοι γνωστοί μεταξύ τους λέγανε αστεία και βάζανε στο γραμμόφωνο με το πελώριο χωνί του το τραγούδι -της γειτονιάς ο κόκορας περνιότανε για μάγκας, μα τώρα το κατάλαβα πως ήταν ματσαράγκας- και πείραζαν ένα ανύπαντρο παιδί τότε, που είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα.
Έτσι περνούσαν τα Σαββατόβραδα και οι γιορτές κι όλοι μαζί αποτελούσαν μια παρέα χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Καμιά φορά έφερνε και κανένα κατσικάκι ή γουρνοπουλάκι απ την Κορπή ο Νίκος ο Παπαγιάννης, ο επονομαζόμενος Θοδωρέλος ή Πόντος και το γλέντι φούντωνε παραπάνω.
Στην περίπτωση αυτή ο Μενέλαος Γιαννέλος που ήταν ο ιδιοκτήτης της ηλεκτρικής και ηλεκτροφώτιζε αρκετά σπίτια και μαγαζιά της Βόνιτσας, έδινε εντολή στον Γιώργο τον Κολέζα, τον επονομαζόμε-νο λόγω του ύψους του -Ποδάρια- να κρατήσει τα φώτα περισσότερο αναμμένα, μέχρι να τα μαζέψουμε για το σπίτι.
Την άλλη μέρα, άρχιζε το κουτσομπολιό.
-Τάμαθες μουρή, φουρμάνισαν πάλι ψες στ νυχτερίδα.
Για να μπεις στη νυχτερίδα, έπρεπε να έχεις κάρτα μέλους και για να είμαι πιο σαφής, έπρεπε να είσαι βασιλικός, δεξιός με βούλα, να είχες λευκό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ή να φοβάσαι για το πέτρινο σπίτι που έχεις, μη στο πάρουν τα κουμμούνια, που ζούσαν στα γύρω καλύβια.
Από ιδεολογία μηδέν. Κανείς δεν ήξερε τι είναι και γιατί είναι.
Εδώ πρέπει να πω, πως κανένας Βονιτσάνος δεν πείραξε ποτέ Βονιτσάνο, ούτε τότε που επικράτησε το ΕΑΜ, αλλά ούτε και στα μετέπειτα χρόνια. Αλλά από ρουφιάνους άλλο τίποτα.
Θέλω να πω ακόμη, πως ο Κατσαρός απ τα παλιάμπελα και ο Ρέππας απ τη Βόνιτσα – καπεταναίοι του ΕΛΑΣ – κάνανε τα πάντα στα χρόνια της κατοχής, να μην χτυπηθεί Γερμανός και ξεσπάσουν αντίποινα στους κατοίκους της Βόνιτσας και πρέπει να τους το χρωστάμε.
Όσο ήταν διοικητής της χωροφυλακής στη Βόνιτσα ο Αριστείδης ο Γεωργίου, όλα πήγαιναν καλά και ειρηνικά. Ήταν σοβαρός αξιωματικός, δίκαιος όσο μπορούσε και μοίραρχος απ τη σχολή της Χωροφυλακής. Διοικούσε θα έλεγα με άριστη συμπεριφορά.
Όταν όμως ήρθε διοικητής στη Βόνιτσα ο Κώστας ο Κωστόπουλος με απόσπαση απ την Κατούνα, τα πράγματα αλλάξαν και απλώθηκε άγρια τρομοκρατία.
Το ξύλο στα γύρω σοκάκια -χωρίς ψηλού πήδημα- έπεφτε άγριο. Με ψηλού πήδημα, τα πράγματα αγρίευαν. Για να μην ακούγονται οι φωνές των αριστερών όταν τους ξυλοφόρτωναν, τους πήγαιναν πίσω απ το κάστρο, εκεί στον Άι-Ταξιάρχη και με τις μηχανές στο φουλ.
Όταν αντέδρασα κάποτε σε μια συζήτηση, ότι τη σημαία απ την Ακρόπολη δεν τη κατέβασαν οι Χίτες -που μας έλεγε ο Παντελής- αλλά ο Σάντας με το Γλέντζος, την άλλη ώρα με είχαν στο τμήμα, που ήταν τότε στην πλατεία και στο σπίτι του Λεμονή. Με μούνταρε κάνα δυο φορές ο ίδιος ο Κωστόπουλος, αλλά δε με χτύπησε. Με κράτησε δυο τρεις ώρες για να παραδειγματιστούν οι άλλοι και μου έκανε κι από πάνω και μαθήματα εθνικοφροσύνης και για το πως πρέπει να αγαπώ την πατρίδα μου. Σκεφτείτε πως ήταν φίλος με τον πατέρα μου κι εγώ μεγάλωνα παρέα με τα δύό του κορίτσια.
Έδερνε άγρια ο ίδιος κι όλοι λουφάζανε μπροστά του.
Είχε πάρει γαλόνια ανδραγαθίας στην Κατούνα και οι καλοθελητές της Βόνιτσας τον φέρανε με μέσον από εκεί, για να συμμαζέψει λίγο τα πράγματα εδώ, που κατά τη γνώμη τους είχαν ξεφύγει.
Δύο σκηνές άγριου ξυλοδαρμού που έπεσε στη Βόνιτσα, δε θα τις ξεχάσω ποτέ, γιατί έγιναν μπροστά στα μάτια μου.
Ο Δημήτρης ο Μπακογιώργος πατέρας του Σόλωνα και αριστερός ήταν ένας χαμογελαστός καλοσυνάτος άνθρωπος που δεν είχε πειράξει ψυχή ανθρώπου. Αλλά όσο μπόι του έλειπε, τόσο μεγαλύτερη ήταν η γλώσσα του.
Ποιος ξέρει τι είπε για το βασιλιά, και το παρέλαβε μια συμμορία τραμπούκων που ήρθαν απ την Κατούνα και τα πέριξ -ειδοποιημένοι απ τους καλοθελητές της Βόνιτσας- και τον πελέκισαν στο ξύλο.
Τον χτυπούσαν αλύπητα στην παραλία και τον φέρανε βόλτα στα σοκάκια της Βόνιτσα. Τον βάραγαν με τους υποκόπανους των όπλων και τον ανάγκαζαν να φωνάζει πως.
-Όποιος κατηγορεί το βασιλιά, αυτά παθαίνει.
Ήταν κοντούλης ο φίλος μου ο Κόκκινος κι απ το πολύ το ξύλο, τον κάνανε μια πιθαμή.
Το ίδιο έγινε και με το Ντίνο τον Δρίβα, άλλοτε κοινοτάρχη μας.
Τον παρέλαβαν κάτι τομάρια απ τα πέριξ και τον χτυπούσαν στην πλατεία με τους υποκόπανους.
Μπήκε στο εστιατόριο του Τράκα -που έτρωγα εκείνη την ώρα με τον πατέρα μου, γιατί η μάνα με την αδερφή μου ήταν στην Αθήνα- και ξοπίσω του αυτοί που δε σταμάτησαν να τον χτυπούν.
Παρακαλούσε να τον σώσουν οι Βονιτσάνοι, αλλά δε σηκώθηκε κανένας, να τους πει δυο λόγια και να τους σταματήσει, αν και οι δράστες ήταν γνωστοί σε πολλούς και ομοϊδεάτες τους. Είχαν σκύψει όλοι τα κεφάλια στο τραπέζι λουφάζοντας και οι υποκόπανοι δούλευαν ασταμάτητα.
Όταν γύρισα στο σπίτι -μέναμε τότε στο περιβόλι του Γκολφίδη- το βρήκα άδειο. Ούτε παιδική κάλτσα δεν άφησαν οι προστάτες της ελευθερίας και της εθνικοφροσύνης. Τους άλλους λέγανε κατσαπλιάδες, αλλά αυτοί ήταν και τραμπούκοι και κλέφτες και κατσαπλιάδες μαζί και δε έχαναν την ευκαιρία να πλατσικολογήσουν σπίτια και χωράφια και όχι μόνο των αριστερών.
Όλα αυτά γίνανε απ το 1947 με 1948.
Τότε η Βόνιτσα ήταν σχεδόν άδεια από άντρες, γιατί οι περισσότεροι παραθέριζαν στη Μακρόνησο και στα άλλα ξερονήσια.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Νυχτερίδα ήταν μια όαση ειρήνης και ησυχίας, που μπορούσες να φας ένα μεζέ απ τα κοτογουρνόπουλα του Πόντε, να πιείς μια μπύρα με την ησυχία σου και να κατουρήσεις το καλύβι της κυρά Λέγγος, χωρίς να πάρεις κλίση για τον εισαγγελέα.
Το πρακτορείο των λεωφορείων που στήθηκε μετά το 1948 στην μικρή πλατειούλα της Νυχτερίδας και με τη 12ωρη σύνδεση της Βόνιτσας με την Αθήνας -έφευγε στις επτά το πρωί κι έφτανε στις επτά το βράδυ στην Αθήνα- έδωσαν σιγά σιγά ζωή στη μικρή αυτή πλατειούλα και στο κεντράκι της.
Με τον καιρό η νυχτερίδα έγινε πολυσύχναστη.
Μετά ήρθαν τα βιολιά και τα κλαρίνα, γύρισαν και όσοι παραθέριζαν στα ξερονήσια και τα υπόλοιπα τα ξέρετε.
Τα γεγονότα που γίνανε τα χρόνια του 1947 και του 1948, είναι πολύ μπερδεμένα και θα προσπαθήσω όσο μπορώ καλλίτερα, να τα βάλω σε μια τάξη.
Η φωτογραφία αυτή του 1948, με γέμισε αναμνήσεις.
Λένε, πως μια φωτογραφία λέει χίλια λόγια και θα σας το αποδείξω.
Η βενζίνα αυτή των αδελφών Σπύρου και Μίτσου Τζώρτζη <ο Άγιος Νικόλαος> που βλέπουμε στη φωτογραφία, έκανε τότε (1946 -1950) συγκοινωνία – Βόνιτσα – Πρεβεζα – Αμφιλοχία- και πριν απ αυτήν ήταν και η Ροδοθέα, που ακολουθούσε το ίδιο δρομολόγιο.
Ήταν η μόνη επικοινωνία με τον έξω κόσμο, γιατί οι δρόμοι που εί-χαν χαράξει οι Ιταλοί, ήταν αδιάβατοι.
Ξεκινούσε ο Άι-Νικόλας στις 8 το πρωί από την Βόνιτσα για την Πρέβεζα κι έφευγε από εκεί στις μία το μεσημέρι, για να επιστρέψει ξανά στις δύο και μισή στη Βόνιτσα.
Φόρτωνε – ξεφόρτωνε και στις τρεις έφευγε για την Αμφιλοχία, όπου και έφτανε στις έξη το απόγευμα.
Πέρα απ τα εμπορεύματα και τους επιβάτες, κουβαλούσε μαζί της και τα σακούλια (ταγάρια) με τα τρόφιμα των μαθητών, που φοιτούσαμε τότε στα γυμνάσια των δυο αυτών πόλεων.
Το Σεπτέμβρη του 1947 αφήσαμε για πρώτη φορά τα παιχνίδια και τις διαολιές και πιάσαμε το βιβλίο.
Σκόρπισε η παλιοπαρέα τραβώντας άλλος για την Πρέβεζα, άλλος για την Λευκάδα και εγώ για την Αμφιλοχία, μιας και δεν είχαμε γυμνάσιο στη Βόνιτσα.
Μέσ τα βαθιά χαράματα και πέντε η ώρα το πρωί, φύσαγε ο Τάκης ο Γαλάνης -ο επονομαζόμενος έντεκας- τη μπουρού του τρεις φορές κι αντιλαλούσαν οι πλαγιές της Αμφιλοχίας.
Ήταν το σινιάλο για να ξυπνήσουμε χειμωνιάτικα και να κατέβουμε στο μόλο μισοκοιμισμένοι -μέσ το βαθύ σκοτάδι- για αναχώρηση.
Ρολόγια και ξυπνητήρια δεν υπήρχαν τότε, για να ξυπνάμε την ώρα που θέλαμε.
Αυτά μας τα έφερε αργότερα μ ένα αεροπλάνο ο Μαρκεζίνης με κά-ποιον Ρουμπιρόζα λαθραία απ την Ιταλία κι όταν τους πιάσανε για λαθρεμπόριο, είπαν οι έξυπνοι πως τα φέρανε για να μας ξυπνή-σουν, επειδή κοιμόμασταν με τα τσαρούχια μας.
Αυτά, για τον μετέπειτα χουντικό πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Ο Έντεκας ήταν ο μηχανικός στη βενζίνας κι ο μπάρμπα Φίλιππας απ τη Λευκάδα, καπετάνιος και τιμονιέρης της.
Μπαίναμε μέσα στο αμπάρι της παρά πάνω βενζίνας και αγουροξυ-πνημένοι καθώς ήμασταν, δεινοπαθούσαμε μέσα στα χειμωνιάτικα αγριοκαίρια, να φτάσουμε θαλασσοπνιγμένoι και μετά από τρεις ώ-ρες στη Βόνιτσα.
Αν και ο Αμβρακικός είναι κλειστή θάλασσα, βγάζει άγρια μπουρίνια και οι τραμουντάνες του είναι θαλασσοπνύχτρες. Τέτοιες φουρτούνες δεν τις συναντάς, ούτε σε ανοιχτές θάλασσες.
Τα Αθαμανικά βουνά κατεβάζουν μέσα απ τις ρεματιές των Τζουμέρ-κων ισχυρά ρεύματα με παγωμένους αγέρηδες, που αναταράζουν τα νερά του κόλπο και δημιουργούν άσχημες καταστάσεις. Τέτοιες λαχτάρες περάσαμε εκείνο το χειμώνα, που πήραμε όρκο όλοι μας κι αποφασίσαμε να μην ξαναπατήσει το πόδι μας στο γυμνάσιο της Αμφιλοχίας.
Ευτυχώς τη σχολική χρονιά του 1948 – 49 έγινε το διτάξιο γυμνάσιο της Βόνιτσας και μείναμε στη ζεστασιά του σπιτιού και γλυτώσαμε απ τα άγουρο-ξυπνήματα και τους θάλασσο-πνιγμούς.
ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΗΣ ΒΟΝΙΤΣΑ
Το διτάξιο γυμνάσιο στη Βόνιτσας, λειτούργησε για πρώτη φορά, το Σεπτέμβρη του 1948.
Εγώ που είχα τελειώσει την πρώτη τάξη του εξατάξιου γυμνασίου στην Αμφιλοχία, ήμουν ένα απ τα αρχηγικά στελέχη της πρώτης και της δεύτερης τάξης εδώ.
Στην αρχή δεν είχαμε όχι καρέκλα να καθίσουμε, αλλά ούτε και αί-θουσα. Μέχρι να τακτοποιηθούν τα πράγματα, κάναμε μάθημα στον Άγιο Παντελεήμονα, τραγουδώντας ένα τραγούδι που μας το μά-θαινε ο μόνιμος καθηγητής, που μας ήρθε απ το Αγρίνιο.
Οι μισοί κάναμε ζούπου-ζούπου και οι άλλοι μισοί βούπου-βούπου ενώ οι καλλίφωνοι τραγουδούσαν <τα ευζωνάκια τα καημένα, μες το λόγγο σκορπισμένα >
Βάλανε οι πατεράδες μας το χέρι στην τσέπη κι ο Λευτέρης ο καλό-γερος, μας ετοίμασε τα πρώτα θρανία από κάτι παλιοσάνιδα, που ξήλωσαν απ τα κτήρια του κάστρου.
Στην αρχή είχαμε τον μόνιμο καθηγητή και αργότερα έφταναν κι άλ-λοι απ τη Λευκάδα, για να συμπληρώσουν τις ώρες διδασκαλίας.
Μας έκαναν μάθημα στα γρήγορα κι έφευγαν πάλι αυθημερόν για τη Λευκάδα.
Εμείς με το που γυρίσαμε στη Βόνιτσα, κάναμε ανασύνταξη της πα-λιοπαρέας, πετάξαμε τα βιβλία και το ρίξαμε στο σορολόπ.
Πιστεύαμε πως μέχρι εδώ, έφταναν οι σπουδές μας.
Ο μόνιμος καθηγητής μας πέρα απ το ότι ήταν καθηγητής των θρη-σκευτικών, ήταν και μανιώδης κυνηγός.
Τον έπαιρνε μαζί του ο συμμαθητής μας ο Χρίστος ο Καπότης -που ήταν κι αυτός καλός κυνηγός- και του μάθαινε τα κατατόπια στον Πλατανιά.
Πέρα των άλλων του έδειξε και πως να βαράει τα πουλιά στο φτερό, όταν πετούσαν.
Όλη τη μέρα τριγυρνούσε με το δίκαννο πίσω στη Χώρα και ρήμαξε το βάλτο απ τις λούφες και τα βουταλίδια.
Του κάναμε και εμείς λαχτάρες.
Είχε στίσει μια αχυροκαλύβα στο βάλτο -που είναι πίσω απ το κά-στρο- και κρυβόταν μέσα της, παραμονεύοντας τα βαλτοπούλια.
Πήγαμε μια μέρα στα μουλωχτά και καθώς ήταν μέσα, του βάλαμε φωτιά.
Μια άλλη μέρα βάλαμε φωτιά στην τρύπα που είναι στην καμάρα του κάστρου -πίσω στη χώρα- και όταν τον είδαμε να έρχεται από μακρυά, ρίξαμε στη θράκα της δυο τρία καψούλια που είχαμε παρα-καταθήκη απ την ανατίναξη του κάστρου.
Είδε τις εκρήξεις και τους καπνούς μπροστά του και τόβαλε στα πό-δια, νομίζοντας πως κάποιος από μας, θα τον τουφέκαγε.
Έτσι κούτσουρα μπήκαμε στη δευτέρα γυμνασίου και τούβλα τη βγάλαμε. Την άλλη χρονιά που πήγαμε στη τρίτη γυμνασίου στη Λευκάδα, μας άφησαν όλους στην ίδια τάξη και ξανασκόρπισε η παρέα μας.
Αρκετοί πήγαν για ναυτόπαιδα στη σχολή του Σκαραμαγκά. Τα βρήκαν όμως σκούρα στη βασική εκπαίδευση και πριν ακόμη ο-ρκιστούν, το σκάσανε μια νύχτα απ τη σχολή και γύρισαν στη Βόνι-τσα με τα πόδια. Εγώ αναχώρησα για την Αθήνα, για νέες περιπέτειες.
1952 Μαθητές και μαθήτριες του γυμνασίου μας.
Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ
Εκείνη τη χρονιά του 1948 -στο διτάξιο γυμνάσιο της Βόνιτσας-ένοιωσα και την πρώτη αγάπη.
Είμαστε τότε δεκατετράχρονα παιδιά, σοβαρέψαμε και ψαχνόμασταν.
Τη διάλεξα και με διάλεξε με τα μάτια. Ήταν ένα χαμογελαστό μελαχρινό κοριτσάκι, σωστή κουκλίτσα.
Τη λάτρεψα και με λάτρεψε και ζούσαμε ο ένας στα όνειρα του άλλου, γιατί η πρώτη αγάπη είναι πάντα το κάτι διαφορετικό και το κάτι αλλιώτικο.
Είναι ένα περπάτημα στα σύννεφα κι αυτή μία και μοναδική, ντυμένη στα λευκά και στεφανωμένη με τα λουλούδια της πασχαλιάς.
Αργότερα κατάλαβα πως όλες οι άλλες αγάπες εκτός απ την πρώτη αγάπη, είναι συμβιβασμός. Μου δίνεις και σου δίνω.
Μετά το σχολικό έτος του 1948-49 πήγα γυμνάσιο Λευκάδα, Αθήνα, σχολές, στρατό και έλειπα συνεχώς απ τη Βόνιτσα.
Η αλληλογραφία που μας ένωσε για λίγο στην αρχή, μας χώρισε κάποια στιγμή απροσδόκητα.
Δεν τη φίλησα ποτέ και το παράπονό μου είναι, πως δεν την ξανάνα ποτέ πια, αν και γειτονοπούλα.
Πολύ ήθελα να τη δω και κάθε φορά που βρισκόμουν στη Βόνιτσα, την έψαχνα.
Όμως η ομίχλη της μοίρας μπήκε ανάμεσά μας.
Δυο φίλες της, οι μόνες που γνώριζαν το μυστικό μας τη ζήλευαν.
Μου είπαν κάτι αοριστολογίες, αλλά δεν μας έφεραν σε επαφή.
Έτσι όσο απλά είχαμε βρεθεί στη ζωή, έτσι και χωρίσαμε.
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια, όταν αδελφικός μου φίλος τη ζήτησε σε γάμο και αυτή του αρνήθηκε, λέγοντάς του -μάλλον- πως αγαπούσε εμένα.
Με βρήκε ο φίλος μου και του είπα πως δεν είχα καμιά σχέση με το κορίτσι, χωρίς βέβαια να ξέρω, τι ειπώθηκε μεταξύ τους.
Ούτε και αυτός μου είπε κάτι, αν και η συμπεριφορά του ήταν πολύ επιθετική. Λεπτομέρειες έμαθα μετά από πάρα πολλά χρόνια.
Εγώ απογοητευμένος απ την απραξία και την μοναξιά της πρώτης αγάπης, αναζητούσα μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά δεύτερη ευκαιρία δεν υπάρχει στη ζωή.
Η πρώτη αγάπη είναι μία και μοναδική.
Το παράπονό μου είναι πως δεν την ξανάδα ποτέ πια ούτε και ξέρω πόσο όμορφη ήταν στα είκοσί της χρόνια, ή στα τριάντα της.
Μία μέρα που περπατούσα αγκαζέ με την γυναίκα μου στην παραλία της Βόνιτσας, την είδαμε ξαφνικά μπροστά μας.
Πιστεύω πως αν μας είχε δει γρηγορότερα, θα είχε λοξοδρομήσει. Χαιρετηθήκαμε.
Είχαν περάσει εξήντα ολόκληρα χρόνια από τότε που την είδα για τελευταία φορά και η καρδιά μου φτερούγισε.
Αν τη δείτε πείτε της, πως η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται ποτέ.
Ακούστε κι έναν παππού, που σας το λέει στα ογδόντα του χρόνια.
Η ΑΛΑΝΙΑΡΑ
Την άλλη σχολική χρονιά 1949-50 για την τρίτη γυμνασίου, είχαμε και πάλι ξεσηκωμό. Αυτή τη φορά για τη Λευκάδα.
Μπαίναμε -στη αλανιάρα της φωτογραφίας- στο πρώτο ας πούμε λεωφορείο που κυλούσε στον καρόδρομο με τις χιλιάδες λακ-κούβες κι όταν φτάναμε μετά τρεις ώρες στη Λευκάδα, περπατά-γαμε σαν τα ζαλισμένα κοτόπουλα, που τα τάισες καλαμπόκι, μου-λιασμένο σε ούζο.
Ας ξανάρθουμε όμως στην Αμφιλοχία -απ όπου ξεκίνησαν οι γυ-μνασιακές μας σπουδές- για να συμπληρώσω μερικά δυσάρεστα γεγονότα της περιόδου αυτής.
Το μόνο ευχάριστο ήταν, ότι γυρίσαμε στα σπίτια μας -με τις καλο-καιρινές διακοπές του 1948- λίγο πριν μπει στην Αμφιλοχία η 1η μεραρχία του ΕΛΑΣ, καλπάζοντας πάνω σε άσπρα άλογα.
Ήμασταν τότε προ τέλος του εμφυλίου και η 2η μεραρχία είχε α-πλωθεί στη Θεσσαλία.
Όλοι οι κάτοικοι της Αμφιλοχίας ξεσπιτώθηκαν και ήρθαν στη Βόνι-τσα, για να γλυτώσουν απ τα απρόοπτα του εμφυλίου.
Γέμισαν οι εκκλησιές και τα μοναστήρια απ τους ανταρτόπληκτους και πάνω στην ώρα μπαίνει και το θωρηκτό -Πάνθηρ- στον Αμβ-ρακικό κι άρχισε το κανονίδι δεξιά και αριστερά.
Πήραν φωτιά οι καλύβες στη Γελάδα και κάπνισε το Μακρυνόρος.
Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 1948
Την άλλη μέρα, κατά τις δύο το μεσημέρι -όταν ήμουν κάτω απ τον Άγιο Παντελεήμονα- άρχισε να κουνιέται η Γη και να κροταλίζουνε τα κεραμίδια, σαν να τα χτυπούσε χοντρό χαλάζι.
Σηκώθηκε μπουχός και βούιζε ο τόπος ολόγυρά.
Τα μπουχαριά των σπιτιών πέφτανε πάνω στους τσίγκους και ο συνεχής θόρυβο που κάνανε πέτρες και τούβλα κατρακυλώντας πάνω τους, σε έκανε να νιώθεις ανατριχίλα.
Ο κόσμος πετάχτηκε έντρομος στους δρόμους.
Έντρομοι βγήκαν και οι ανταρτόπληκτοι απ την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και όλοι μαζί παραμιλούσαμε.
Γύρισα να δω προς το σπίτι που έμενα, αν ήταν ακόμη στη θέση του και είδα τον γέρο καθηγητή των θρησκευτικών που είχαμε στην Αμφιλοχία – και κείνη τη μέρα τον φιλοξενούσαμε – να τρέχει πέρα δώθε στο δρόμο αλλόφρονας με τα σώβρακα. Δεν ήξερε προς τα που να πάει, γιατί μέσα στον ύπνο του, είχε χάσει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου.
Και η Γη έτρεμε συνεχώς.
Ήταν καταμεσήμερο βλέπεις κι όσοι είχαν ένα στρώμα να γείρουν το κορμάκι τους, ξάπλωσαν για ένα μεσημεριάτικο ύπνο, να ηρεμίσουν και να ξαποστάσουν απ τις ταλαιπωρίες και τις αγωνίες των ημερών.
Γλύτωσαν απ τους αντάρτες οι Αμφιλοχιώτες και πέσανε πάνω στο μεγάλο σεισμό.
Τέτοια τρομάρα δεν είχαμε πάθει άλλη φορά και η Γη έτρεμε συνε-χώς. Μεγάλη καταστροφή σας λέω.
Δεν έμεινε σπίτι αλώβητο. Φύγανε τοίχοι, σκίστηκαν νεόκτιστα και πέσανε όλα τα μπουχαριά. Μέχρι καλύβες μπατάρανε.
Έφυγε η μάντρα του κάστρου που είναι πάνω απ τον Άι-Θανάση και κατρακύλησε στον γκρεμό.
Η Λευκάδα ισοπεδώθηκε. Χτιστά και ταύλινα σπίτια, διαλύθηκαν.
Βούλιαξε η παραλία της και οι σιδερένιες κολώνες του λιμανιού με τα φωτιστικά λύγισαν κι ακούμπησαν στη Γη..
Το σπίτι του Στρογγύλη -που είναι πίσω απ την βενζίνα- είναι η μαρτυρία αυτού του σεισμού. Φαίνονται ακόμη εκεί μπροστά, σω-ριασμένοι οι γκρεμισμένοι τοίχοι του. Μετά το σεισμό ετοιμόρροπο καθώς ήταν το εγκατέλειψαν κι αργότερα το ισοπέδωσαν και άνοιξε η παραλία μας.
Φώτο του 1954.
Απ την παραλία λείπει το σπίτι αυτό και ο Αμαδαρός είναι αλώβητος απ τα νταμάρια.
Το βουνό αυτό το είχαν κάψει το 1942 οι Γερμανοί, για να μην κρύ-βονται στα δάση του οι αντάρτες.
Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΜΑΣ
Ώρα να ρίξουμε και μια ματιά στη Βόνιτσα και στους κατοίκους της, που αριθμούσαν με την απογραφή του 1940 τους 2.350 και με αυτή του 1950 έφτασαν τους 2.750.
Το ξημέρωμα στην παραλία, ήταν κάτι το ιδιαίτερο.
Μεγάλα παιδιά τότε -και πριν πάμε φαντάροι- ξενυχτούσαμε με ψι-λοκουβέντες στο καφενείο του μπάρμπα Λάκια, μέχρι το χάραμα. Μπαρ και κέντρα δεν υπείχαν, για να ξενυχτάμε σ αυτά. Αποχωρούσαμε το γλυκοχάραμα, όταν άρχιζε η κίνηση των ψαρά-δων, που δίνανε μια ιδιαίτερη πινελιά στο πρωινίατικο τοπίο του λιμανιού
Η ΒΡΥΣΗ ΜΑΣ Η ΜΠΡΟΣΟΡΑ
Την ξήλωσαν τότε, γιατί λέγανε πως δυσκόλευε τα λεωφορεία να πάρουν στροφή -όταν ήρθε ο σταθμός του ΚΤΕΛ απ τη Νυχτερίδα εδώ- αλλά η αιτία ήταν άλλη και να μην τη ξαναπώ.
Σας είπα και πριν, πως όποιος ξένος έπινε νερό απ τη βρύση αυτή ερωτευόταν τη Βόνιτσα και έμενε για πάντα εδώ.
Λέγαν ακόμα πως η βρύση αυτή, ήταν νεράιδο μιλημένη και όλοι την Πρωτοχρονιά έφταναν εδώ με μπότια και τις στάμνες, να πάρουν το αμίλητο νερό.
Στη βρύση αυτή ξημεροβράδιαζα κι εγώ, να σβήσω τον ερωτά μου, για τη γυναίκα μου την Κλειώ.
Μπακάνιασα να πίνω το νερό της βρύσης και να κοιτάω τα παραθύρια της, μέχρι που την πάτησα.
Η μάνα της με αγριοκοίταζε και με αποκαλούσε σκατόπαιδο, επειδή της ξελόγιασα την κόρη.
Ευτυχώς που όλη τη μέρα ήταν απασχολημένη στην οικογενειακή ποτοποιία, που είχε στίσει στο ημιυπόγειο του Παπαγαλάνη, εκεί δεξιά και στο κάτω μέρος της πλατείας- την γνωστή σε όλους μας, με την επωνυμία -Λόμπα-.
Ανακάτευε η κυρ Αθανασία το νερό σε αναλογία με το οινόπνευμα, έριχνε και μια μικρή ποσότητα ανετόλ για να μοσχοβολήσει και με τη βοήθεια του κλάμπανου, ετοίμαζε το μυρωδάτο ούζο της, που πίνανε με κατάνυξη οι ψαράδες της Βόνιτσας.
Εδώ σύχναζε όλη η αφρόκρεμα αυτών, που προτιμούσαν το ούζο της κυρά Θανασίας.
Εδώ έβρισκες το Μπράη, το Χασούρια, τον Τάσσο της Φίλιας, το μπάρμπα Θεμιστοκλή, το Νικολάκη τον χαμάλη, τον Κανέλος τον τρατολόγο, κι άλλους που πίνανε και σιγομουρμουρίζανε συνω-μοτικά τα νέα της Βόνιτσας, σφουγγίζοντας τα μουστάκια τους με την ανάποδη του χεριού, για να αναπνέψουνε τη μυρωδιά του ούζου.
ΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ
Οι χοροί και τα πανηγύρια προϋπήρχαν της κατοχής και ήταν δεμένα πάντα, με τις θρησκευτικές γιορτές του τόπου μας.
Σε κάθε γιορτή -χειμώνα ή καλοκαίρι- πολλά καφενεία φέρνανε για τους πελάτες τους βιολιά, κλαρίνα ή ζυγές με νταούλια και καρα-μούζες και το γλέντι στηνόταν στα γρήγορα.
Όμως όλα σχεδόν αυτά τα γλέντια, τέλειωναν με καβγάδες.
Υπήρχε παράδοση ο χορευτής, να χορεύει δυο χορούς, ένα τσάμικο και ένα συρτό μόνο για να πάρουν σειρά και οι άλλοι.
Κόλλαγε ο χορευτής στο κούτελο του κλαριτζή ένα χαρτονόμισμα κι έδινε εντολή, το τραγούδι που ήθελε να χορέψει. Μετά κόλλαγε άλλο ένα, για να σύρει και το δεύτερο χορό. Μεθυσμένοι καθώς ήταν συνήθως, όταν μπαίνανε στο μεράκι, πετάγανε σε κάθε στροφή κι από ένα ακόμη χαρτονόμισμα στα βιολιά.
Το κακό παράγινε, όταν τα πατριωτάκια μας πήραν τις επιδοτήσεις απ τα καπνά και τα μπαμπάκια και γι αυτό λέει τώρα ο Πάγκαλος, πως τα φάγαμε μαζί.
Αν ο χορευτής αθετούσε τον κανόνα και πάνω στο μεθύσι του ήθελε να σύρει άλλο ένα χορό παραπανίσιο, τα αίματα ανάβανε, πιανόνταν στα χέρια και τη ζημιά την πλήρωναν κιθάρες και νταούλια.
Έφερε ο μπάρμπα Μήτσος ο Σουρουκλάκιας μια ζυγιά βιολιά στο καφενείο του -η Μπούχαλη- και στρουμοχτήκαμε χειμωνιάτικα εκεί μέσα να ζεσταθούμε και ν απολαύσουμε χορό και τραγούδια.
Ήρθε και η σειρά του Γιάννου και σαν καλός χορευτής που ήταν, έ-δωσε παραγγελιά να του παίξουν τον – Μπιρμπίλη στα χοντρά-. Ήθελε να τον χορέψει στα νύχια. Το κλαρίνο όμως κόλλαγε και δεν τα έβγαζε πέρα. Στην πρώτη στροφή σταμάτησε τα βιολιά κι άλλαξε το τραγούδι. Τον -Σελίμπεη- είπε και μετά το –Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί-. Πάλι η κομπανία κόλλαγε και δεν τα πήγαινε παραπέρα. Ήταν άπειρη στα πάσα και άρχισαν οι διαμαρτυρίες.
-Κάτσε, μου λέει ο Ναπολέων ο Ζωγάκης -που καθόταν δίπλα μου- και θα τους δείξω εγώ κι έφυγε για το διπλανό περιβόλι.
Έσπασε ένα λεμόνι στη μέση και ξανάρθε στο μαγαζί, όπου ο χορός εξακολουθούσε με πολλά προβλήματα, διαμαρτυρίες και σφυρίγ-ματα. Κάθισε ο Ναπ με το σαρδόνιο χαμόγελό του μπροστά στην ορχήστρα και άρχισε να γλύφει το λεμόνι. Το κλαρίνο μπούκωσε και άρχισε να τρέχει, σαν να ήτανε βρύση. Παρεξηγήθηκαν οι κλαριτζίδες και όρμησαν καταπάνω του. Μπήκε στη μέση και ο Κώστας ο Γιωργαλής για να στηρίξει το φίλο του και γίναμε όλοι μας, μαλλιά κουβάρια.
Δεν έμεινε τίποτα όρθιο μέσα στον καφενέ.
Φράκαραν οι πόρτες και καθώς πέφτανε από πάνω τραπέζια και καρέκλες όλοι σαλτάγαμε απ τα γύρω παράθυρα.
Πέρα απ τα γλέντια στα καφενεία, έστηναν και δύο υπαίθρια γλέντια στα προαύλια των εκκλησιών, για να έχουν -οι χορευταράδες- και την ευλογία των αγίων.
Αυτά τα γλέντια τα λέγαμε πανηγύρια και η συμμετοχή των κατοίκων της Βόνιτσας, ήταν μεγάλη.
Τα πανηγύρια αυτά ήταν, το ένα στις 23 Αυγούστου στα εννιάμερα της Παναγίας -πίσω στη Χώρα- που έχει σχεδόν ξεχαστεί και το άλλο ήταν διήμερο, στις 26 και 27 Ιουλίου -στο προαύλιο του Αγίου Παντε-λεήμονα- που κι αυτό αργοσβήνει.
Σ αυτά χόρευαν συνήθως στην αρχή νιόπαντρα ή αρραβωνιασμένα ζευγάρια και μετά μπαίναναν στο χορό και οικογένειες με ανύπα-ντρες κοπέλες, για να δείξουνε τα προτερήματα των κοριτσιών τους στο χορό.
Οι γλεντζέδες και οι μερακλήδες χόρευαν το γλυκοχάραμα, όταν ήταν φτιαγμένοι απ το ποτό και φτασμένοι στο τσακίρ κέφι.
Είχαμε και μια εμποροζωοπανήγυρη τον Σεπτέμβρη μήνα με βιολιά και κλαρίνα, που κράταγε δέκα μέρες.
Φθάνανε τότε έμποροι απ την Αθήνα και νοίκιαζαν όλα τα τα μαγαζά -απ την παραλία μέχρι τη Νυχτερίδα- κι άπλωναν μπροστά την πρα-μάτεια τους.
Πίσω απ την Νυχτερίδα ήτανε -το χάνι- που φυλάκιζαν σ αυτό οι αγροφύλακες τα ζώα, που πιάνανε να βόσκουν σε ξένα χωράφια. Εκεί μέσα γινόταν το εμπόριο και οι τράμπες με κάθε λογής ζώα. Πουλούσαν και αντάλλασσαν αλογομούλαρα, γουρούνια με γαϊ-δούρια, πρόβατα με κατσίκια, και ο ένας προσπαθούσε να ξεγελάσει τον άλλο. Αυτό κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Τις ομορφιές της πλατείας μας με τη βρύση και την καθημερινότητά της, θα προσπαθήσω να περιγράψω, όπως ήταν πριν από εβδομήντα και βάλε χρόνια.
Την φώτογραφία αυτή, την τράβηξα το 1949 με 50, μικρός τότε, στο καφενείο <Ο Πλάτανος> του Γ. Παπαθανασίου.
Μπροστά και αριστερά στον ίσκιο του πλάτανου της πλατείας μας, κάθεται ο πατέρας μου με άλλους δύο, που δεν γνωρίζω.
Στο βάθος αριστερά μερικοί κουβεντιάζουν μπροστά στο φούρνο του Στραγάλη, περιμένοντας να βγει το ψωμί και πίσω τους είναι το καφενείο του Νάσου του Γκουμάνη, που το ίσκιωνε κι αυτό, ένας πελώριος πλάτανος.
Στη γωνία και πίσω απ τη βρύση, φαίνεται το χασάπικο του Σωτήρη του Τσιχριτζή, που κάθε απόβραδο έψηνε κοκορέτσι και σπληνάντερο και μοσκοβόλαγε η πλατεία μας.
Δίπλα στο χασάπικο του Τσιχριτζή, είναι η ταβέρνα του Περίσου.
Σ αυτήν έτρωγε ο μπάρμπα Μήτσος ο Τάγκας τις τσιπούρες, που έ-πιανε ψαρεύοντας ολημερίς στην παραλία. Πέρα από καλός ψαράς ο μπάρμπα Μήτσος, ήταν και ποιητής. Ήταν ένα αρειμάνιο γεροντοπα-λίκαρο και γενικά ομορφάντρας με ωραίες στριφτές μουστάκες.
1950 Δεξιά της πλατείας και μετά τον Τσιχριτζή και τον Περίσο, ήταν το καπνοπωλείο του Μήτσου του Σκηνά, που μας πουλούσε χύμα τσιγάρα από κούτες των εκατό τεμαχίων και δίπλα του οι αποθήκες του Ντέλα. Παρά δίπλα το εστιατόριο του Τράκα, το καφενείο του Μητσάκια, ο φούρνος του Ντάρδη, το φαρμακείο, το ραφείο του Καραδήμα και η <λόμπα> της Κυρα-Αθανασίας, που είναι πιο κάτω δεξιά και δεν τη βλέπουμε στη φωτογραφεία αυτή.
Όπως σήμερα έτσι και τότε, υπήρχαν πολλοί καφενέδες και ουζερί. Θα ανοίξω μια παρένθεση εδώ, για να μπούμε μέσα σε έναν απ αυτά, να δούμε τον καράμπαμπα πάνω στην πυροστιά κι από κάτω η θρά-κα που σιγόκαιγε ολημερίς, για να κρατά το νερό χλιαρό.
Η παρασκευή του καφέ γινόταν στη χόβολη ή στη ζεστή στάχτη και όταν σου έφερνε ο καφετζής το βαρύ, βαρύ γλυκό, γλυκό, μέτριο, με ολίγη, σκέτο, βραστό, ναι και όχι, ή με φουσκάλες, μοσχοβόλαγε απ το κριθάρι και το καβουρντισμένο ρεβίθι, που είχε μέσα του.
Τα υλικά αυτά τα ψήνανε στο μαύρο καφοσούφλι και μετά αυτό το ψημένο μείγμα το άλεθαν οι νοικοκυρές του μαγαζάτορα με υπομονή στον χειροκίνητο μύλο του καφέ.
Στους καφενέδες και στα ουζερί πέρα απ τα παραδοσιακά θαλασσινά που πρόσφεραν οι μαγαζάτορες για μεζέ, όπως σαρδέλες αλμυρές, στρείδια, μύδια, καποσάντες η ριχτιές, τα μικρά πουλούσαν ροδοκόκκινα βραστά καβουράκια, που τα μάζευαν στο ιβάρι και τα είχαν μέσα σε πλεχτό καλαθάκι, περασμένο στο μπράτσο τους.
Άλλα πάλι πουλούσαν βραστές κουκούτσες (αγριοαγκινάρες) με α-λάτι, που τις μάζευαν στον Άγιο Κωνσταντίνο, πίσω απ την Ουρνί-τσα. Πολοί πιτσιρικάδες πουλούσαν και καβουρντισμένα αρμυρά μύγδαλα σε αυτοσχέδια χάρτινα χωνάκια, που τους τα ετοίμαζε η μάνα ή η γιαγιά τους.
1945 Αριστερά της πλατείας είναι η αποθήκη του Λεμωνή, που την είχε μετατρέψει σε σινεμά ο Βελώνας και δίπλα είναι το σπίτι του Στού-μπη. Στο ισόγειο ήταν το συμβολαιογραφείο του Παπαϊωάνου και δίπλα του το ουζερί του παπά-Λάμπρου του Ζαντραβέλη, πριν βέ-βαια γίνει παπάς.
Πιο κει ήταν το κουρείο του Σπαθούλα, το χαλέπιτο του Βασιλάκου, η ταβέρνα του Πρίφτη και τελευταίο στα αριστερά το πρατήριο του Τζώρτζη με τον Αντώνη το διάδοχο -Κτενά- και την πελώρια κου-δούνα του, που χαλούσε τον κόσμο με τα κουδουνίσματά της.
Ο κόσμος μαζεμένος έξω στο εκλογικό κέντρο, ακούει ομιλία υπο-ψήφιου βουλευτή, που μετά την εκλογή του, δεν τον ματαβλέπαμε.
Στη μέση της πλατείας είναι η ξύλινη κολόνα, που μετέφερε το ρεύμα στα γύρω μαγαζιά και η μεγάλη είναι του τηλεγραφείου.
Παντού χώμα. Το ρείθρο γύρω – γύρω στην πλατεία είναι μαρμάρινο και πάνω σ αυτό παίζαμε αγόρια και κορίτσια -το ποταμάκι-.
Στην πιο κάτω φώτο, βλέπουμε πάνω στην πλατεία την πινακίδα με φωτογραφίες απ το έργο του σινεμά -που είχε στίσει ο Βελώνας με μια φορητή μηχανή προβολής- στην αποθήκη του Λεμωνή.
Δίπλα στο σινεμά ήταν και το ξυλουργείο του μπάρμπα Θωμά του Ρομποτή, που μας έφτιαχνε τις κάσες, όταν ερχόταν η ώρα μας.
Στα δεξιά της φωτογραφίας είναι και η παράγκα του μπάρμπα Τάκη του Βρακατσέλη, που πουλούσε κοτόπουλα και ζαρζαβατικά. Όταν έβαζε στη βρύση καρπούζι για να κρυώσει, πήγαινε στα κρυφά ο Τράκας και του έκανε ένεση με κινίνο, που του το προμήθευε ο πατέρας μου.
Είχε και διαμάχες ο μπάρμπα Τάκης με την παράγκα που έστησε ε-κεί, γιατί τον χώρο αυτό τον διεκδικούσαν κι άλλοι.
Οι καβγάδες, οι φωνές και οι αντεγκλήσεις, κράτησαν πολλά χρόνια, λες και η παράγκα αυτή, να ήτανε τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά.
Πέρα όμως απ τα λογοφέρματα για την παράγκα, οι μέρες κυλούσαν με αστεία και πειράγματα.
ΝΕΑ ΒΡΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
Στον ίσκιο του πλάτανου της πλατείας γινόταν συχνά και πλειστηρια-σμοί, σε ανοιχτό χώρο, για να παίρνουν και λίγο αέρα, σε όσους ερχόταν ζαλάδα.
Εδώ διαλαλούσε τους πλειστηριασμούς και τις ανακοινώσεις του ο Πέτσας.
-Αύριο στις δέκα το πρωί, θα κοπούν οι βρύσες.
-Το βραδ, θα παίξ Θέατρο στο καφενείο του Λαιμονή.
-Ήρθε ένα καράβ στην παραλία… κλπ
Διαλαλούσε εδώ, για να ακούγεται τόσο στην πλατεία όσο και στην αγορά που έφτανε μέχρι τη Νυχτερίδα, με το κουρείο του Μάϊδα, το εμπορικό του Μακρή, το μπακάλικο του Μαλιαρού, και τον φούρνο του Αραβανή.
Εδώ πουλούσε σε πάγκο και τα γιαούρτια του ο Φανάρας και πιο κει ήταν το ραφείο του Παπακώτση, το μπακάλικο του Βασιλάκου, η ταβέρνα του Γεωργάκη και το τσαρουχάδικο του Καλούση, που μας έφτιαξε τα πρώτα παπούτσια που βάλαμε στα πόδια μας.
Π. Σφαέλος και Θ. Λιάπης παίρνουν τα πρώτα μαθήματα.


ΤΑ ΕΠΑΓΕΛΜΑΤΑ
Τα επαγγέλματα ήταν πολλά και ενδιαφέροντα.
Ενα απ αυτά ήταν και του φορτοεκφορτωτή, που ανθούσε τότε.
Αριστερά ο συνομήλικός μου Δημητράκης Κοντομήχης, στα πρώτα του βήματα σαν φορτεκφορτωτής.
Οι αφίξεις των προϊόντων γινόταν μόνο με τα καΐκια, που έφταναν απ το Ιόνιο.
Φορτηγά αυτοκίνητα δεν υπήρχαν.
Τα κάρα περίμενα στην παραλία, να παραλάβουν τα δέματα και να τα μοιράσουν στα μαγαζιά.
Είχαμε και ένα φαροφύλακα, που άναβε κι έσβηνε τον φάρο.
Στα σιδεράδικα κατασκεύαζαν κάθε λογής χρειαζούμενα όπως πυροστιές, σκαλιστήρια, τσαπιά, κασμάδες, και για τους αγρότες αλέτρια και όλα τα χρειαζούμενα για την καλλιέργεια της γης,
Το όργωμα γινόταν στην αρχήν με γελάδια (καματερά), που σέρνανε τα βαριά ξύλινα άροτρα.
Με το πέρασμα του χρόνου, αντικατέστησαν τα ξύλινα με σιδερένια, που ήταν ελαφρότερα.
Η σβάρνα ήταν το εργαλείο που το χρησιμοποιούσα τόσο για το στρώσιμο του χωραφιού, όσο και για τη σπορά του.
Ο φούρνος χτιζόταν στο ύπαιθρο και δίπλα στο καλύβι, που ήταν ή κατοι-κία του αγρότη.
Αν το σπίτι ήταν πέτρινο, ο φούρνος χτιζόταν κολλητά στον τοίχο του, για την εξοικονόμηση υλικών.
Άλλο ένα επάγγελμα ήταν αυτό του γανωματή ή καλατζή που γάνωνε τα μπακίρια. Γύριζε μ ένα τσουβάλι γεμάτο ταψιά στον ώμο και φώνα-ζε δυνατά.
– Ο καλαϊτζηηής…
Εμείς τον παίρναμε από κοντά και του τραγουδάγαμε.
– Καλαντζής με τα καζάνια – να γανώσει περπατεί, οϊ – μέ καλατζή.
Ο Παφλάς, έφτιαχνε γκιγούμια, μπρίκια, χωνιά, λάτες για λάδι και πολλά άλλα είδη από πάφλα. (τσίγκο). Ένα απ αυτά ήταν και τα τε-τράγωνα κλουβιά με σήτα -τα λεγόμενα φανάρια- που κρέμαγαν οι νοικοκυρές στα ισκιωμένα παράθυρα και προστάτευαν μέσα σ αυ-τά τα φαγητά της ημέρας απ τη ζέστα και τις μύγες, που κυκλο-φορούσαν γύρω μας κατά μιλιούνια.
ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ
Τα μαγαζιά ή μπακάλικα, ήταν τα σούπερ Μάρκετ της εποχής μας.
Έμπαινες μέσα και μοσχοβόλαγαν οι αρμυρές σαρδέλες, οι ρέγγες και οι μπακαλιάροι, που ήταν μέσα σε ξεσκέπαστα ξύλινα βαρέλια, μιας και η κατανάλωσή τους ήταν μεγάλη.
Η μυρωδιές αυτές ανακατεμένες με τις μυρωδιές των μπαχαρικών, δημιουργούσαν ένα χαρμάνι από λογής λογής οσμές, που βόηθαγαν στην κατανάλωση του ούζου.
Στο μαγαζί του Θανάση του Κούρτη η παρέα πίνει τα ουζάκια της ξεροσφύρι και στα ορθάτα.
Από αριστερά ο Παντελής Τσαγγαριόλος, ο Μενέλαος Γιαννέλος και με την μπουκάλα στο χέρι, ο μαγαζάτορας.
Πάνω στον πάγκο είναι η παλάντζα, που ζύγιζε μέχρι και δύο οκάδες.
Δεξιά βλέπουμε το καντάρι, που στο τσιγκέλι του κρεμούσαν σακιά μέχρι και 40 οκάδες.
Για μεγαλύτερα βάρη ήταν η πλάστι-γγα.
Η οκά είχε 1280 γραμμάρια και μέσα σε μια νύχτα, μας άλλαξαν τον μπού-σουλα.
Η οκά έγινε κιλό και πάνω στην αναμπουμπούλα, μας κλέψανε τα 280 γραμμάρια.
Στην πλατεία της Νυχτερίδας ήταν το σιδεράδικο των αδελφών Ντί-νου, με το πελώριο χειροκίνητο φυσερό του, που έμοιαζε με όρθιο ακορντεόν. Το είχαν διακοσμήσει ολόγυρα με τρύπιες δεκάρες, για να κρατά καλά τον αέρα που μάζευε μέσα του.
Δεξιά της Νυχτερίδας ήταν και το σπιτόπουλο του Κοκοράκια, που το είχε για πρακτορείο της Αλανιάρα.
Αριστερά ήταν τρία αχυροκάλυβα, πλεγμένα με βέργες λυγαριάς, που σήμερα θα τα λέγαμε μπανγκαλόου του ενός δωματίου.
Σ αυτά κατοικούσαν η κυρά Λέγκω, ο Κουτσαριστίδης και ο μπάρμπα Τάσος, που έδενε απ έξω και το Γάιδαρό του, τον Μάρκο.
(Είχε το Μάρκο για σεβρό, τη γίδα για βακέτα και έφτιαχνε της Δέσποινας, παπούτσια τουαλέτας).
Λίγο πιο κάτω και στη γωνιά της πλατειούλας ήταν το καφενείο του Αρμύρα, που απ το πρωί μέχρι το βράδυ έπαιζε στο κουρδιστό του γραμμόφωνο με το πελώριο χωνί το τραγούδι της αγκινάρας. Αγκινάρα με τα αγκάθια και με τα λουλούδια τ άσπρα.
Εδώ έκανε την εμφάνισή του και ο Ηλίας ο Λαμπράκης ψηλόλιγνος και πάντα κουστουμαρισμένος- που επιθεωρούσε πάντα τις αφίξεις και αναχωρήσεις τόσο της βενζίνας του Άι-Νικόλα απ την Πρέβεζα, όσο και της Αλανιάρας απ τη Λευκάδα για να του παιρνά η ώρα.
Με την άφιξη και την αναχώρηση της Αλανιάρας ήταν ευκαιρία να δούμε και εμείς κανένα φουστάνι, γιατί κορίτσια δεν κυκλοφορούσαν πάρα μόνο από σοκάκι σε σοκάκι και σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Πέφτοντας το σούρουπο είχαμε και Καραγκιόζη με τον Πέτσα, που έστηνε τον μπερντέ του σε καλά περιφραγμένα περιβόλια, για να αποκλείει τους τζαμπατζήδες, που δεν ήταν και λίγοι.
Ο Πέτσας ήταν απ τους καλύτερους καραγκιοζοπαίχτες της Ελλάδας και του είχα πρότεινα – πολλά χρόνια αργότερα – να έρθει στο άλσος Παγκρατίου και να δίνει παραστάσεις στο χώρο του θεάτρου -που αργούσε κάθε Δευτέρα- αλλά δεν με άκουσε. Ήταν πανέξυπνος, ετοιμόλογος, με πλούσιο λεξιλόγιο και ανεξάντλητο χιούμορ.
Τις ώρες του απόβραδου η παραλία γέμιζε με κόσμο και στα δύο παραλιακά καφενεία της, δεν έβρισκες καρέκλα να καθίσεις.
Οι καρέκλες ήταν σιδερένιες με τρυπητό ψάθινο κάθισμα και μαζί με τα σιδερένια τραπεζάκια που είχαν επάνω τους μάρμαρο, ήταν ασορτί διακοσμημένα με ωραία σιδερένια σχέδια.
Πέφτοντας το βράδυ ο κόσμος περνούσε στην πλατεία για να συνε-χίσει τις βόλτες του και γέμιζαν τα τραπεζάκια της -δεξιά και αριστε-ρά- απ την νεολαία.
Εδώ παίρναμε τα ποτά μας, που ήταν συνήθως η γκαζόζα, η τσιτσι-μπύρα, η σουμάδα, και τα γλυκά του κουταλιού.
Η λεμονίτα της Κορπής, ήταν κάτι το ξεχωριστό.
Με το πέρασμα της ώρας ο κόσμος αραίωνε και άδειαζε η πλατεία.
Στις έντεκα -έκλεινε- και η ηλεκτρική, που ήταν εκεί που είναι σήμερα ο φούρνος του Μπαλάσκα.
Μετά έπεφτε το σκοτάδι.
Δεν άκουγες τίποτες άλλο, παρά μόνο το τραγούδι του κούκου στον πλάτανο του Αι – Παντλέμωνα και τη συναυλία των βατράχων που κόαζαν κατά χιλιάδες στα χαντάκια και στους γύρω βάλτους.
Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΜΑΣ Ο ΦΑΚΙΑΣ
Φωτογράφος στα παιδικά μου χρόνια ήταν ο Θόδωρος Αποστολό-πουλος ή -Φάκιας- στον οποίο χρωστάμε όσες φωτογραφίες από-μειναν ανάμνηση απ τα παλιά.
Ήταν ένας ακούραστος επαγγελματίας που τον έβρισκες εκεί που δεν τον περίμενες. Γάμοι, βαφτίσια, γιορτές, πανηγύρια, παντού πρώτος. Αναλογιζόσουν πως βρέθηκε απρόσκλητος εδώ. Ήταν θα έλεγα, ένας ρεπόρτερ της εποχής μας.
Αν και ερασιτέχνης είχε έμφυτη την αισθητική του κάδρου και οι φω-τογραφίες που μας άφησε, είναι πραγματικά αριστουργήματα.
Πρωτοεμφανίστηκε σαν επαγγελματίας γύρω στα 1946 με 47 με μια φωτογραφική μηχανή Agfa 6×9 και αργότερα και με μια Kodak 6×6.
Πιστεύω πως ασχολήθηκε με την φωτογραφία, γιατί προπολεμικά ήταν βοηθός στο φαρμακείο του Κουρκούτα και ήξερε από συνταγές, ζυγίσματα και χημικά.
Η παρασκευή της εμφάνισις τόσο του αρνητικού φιλμ όσο και του θετικού έχουν τα δικά τους μυστικά και η εκτύπωση της εικόνα στο χαρτί θέλει υπομονή, τέχνη και μεράκι για να τυπωθεί σωστά.
Τα εκτυπωτικά εργαλεία την εποχής ήταν όχι μόνο σπάνια, αλλά και πανάκριβα και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούσε την τεχνική της εκτύπωσης -κodakt- απ ότι μου έλεγε ο γιος του ο Δαμιανός.
Μετά την εμφάνιση και στερέωση της αρνητικής πλάκας -που είχε διαστάσεις 6χ9 ή 6χ6 εκ. έβαζε το αρνητικό μαζί με το θετικό ορθοχρωματικό χαρτί κάτω απ τζάμι και με τη βοήθεια του ήλιου, τύ-πωνε την εικόνα.
Την ίδια τεχνική χρησιμοποίησα και εγώ μετά το 1949 που ασχολήθη-κα με την φωτογραφία ερασιτεχνικά.
Αυτός όμως ήταν καλλίτερος από εμένα, γιατί και πείρα είχε και έγ-χρωμες φωτογραφίες έβγαζε με χημικά δικής του επινόησης, που εγώ δεν τα ήξερα. Μια μέρα με βρήκε στο Μοναστηράκι και με έστησε στο ποταμάκι της νεροτριβής, λέγοντάς μου.
-Θα σου βγάλω τώρα μια έγχρωμη φωτογραφία για να με θυμάσαι και μου τράβηξε αυτή την έγχρωμη φωτογραφία.
Την παρουσιάζω εδώ, γιατί τότε δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη το έγχρωμο φιλμ. Στην αγορά κυκλοφόρησε μετά από μια δεκαετία.
Έγχρωμο φιλμ τραβούσαμε μετά το 1964 μόνο για ξένους τηλεοπτι-κούς σταθμούς και η εμφάνισή του, γινόταν στο εξωτερικό.
Το 1970 τράβηξα έγχρωμο ντοκιμαντέρ τον πρώτο Η/Υ του Δοξιάδη, που ήρθε στην Ελλάδα. Ήταν ένα πελώριο μηχάνημα, που έπιανε το χώρο δύο δωματίων κι όταν δούλευε, νόμιζες απ το θόρυβο που έκανε, πως είσαι στο νερόμυλο του Καλογεροπάνου.
Αναφέρω και τους δυο εδώ, τον Φάκια και Η/Υ, για να μείνουν στην ιστορία.
Είναι κρίμα που χάθηκε το αρχείο του φωτογράφου μας του Φάκια και ευτύχημα που απέμειναν στα χέρια του καθενός μας, αναμνηστικές φωτογραφίες προσώπων, πραγμάτων και τελετών, που ανεβάζοντάς τες σήμερα στο facebook, γίνονται γνωστές στο πλατύτερο κοινό.
Υπάρχουν και προπολεμικές φωτογραφίες, που απ την επιλογή της γωνίας λήψης και την αισθητική του κάδρου, θα έλεγα πως είναι δικές του.
1936 – 1939
Παρέλαση στην παραλία της Βόνιτσας με τσολιάδες.
Πίσω απ τους αρκετοί φορούν τις στολές της ΕΟΝ του Μεταξά.
Η φώτο αριστερά είναι πολύ παλιά. Φαίνεται το Τελωνείο της Βόνιτσας, που ήταν πίσω στη Χώρα.
Μια ακόμη φωτογραφία με ημερομηνία 1/ 8 / 1937.
Αριστερά εγώ 2,5 ετών και δίπλα μου ο δάσκαλός μας ο Ραμώνας.
Ο ΣΑΒΒΑΤΟΜΠΟΥΛΑΡΟΣ φίδι είναι παρεξηγημένο ζώο στην και για τον λγο αυτό το
Στα παιδικά μου χρόνια στα περισσότερα σπίτια της Βόνιτσας, πέρα απ τους ενοίκους του σπιτιού κατοικούσε κι ένα φίδι.
Το λέγαν Σαββατομπούλαρο και ήταν τεράστιο.
Συνήθως ήταν κουλουριασμένο σε ένα απ τα χοντρά δοκάρια της στέγης ή σερνόταν τις νύχτες πάνω στο ταβάνι, αν βέβαια υπήρχε. Ήταν το ιερό φίδι και ο φύλακας άγγελος του σπιτιού.
Έτρωγε τρωκτικά, αυγά απ τις φωλιές των πουλιών και ο νοικοκύρης του έβαζε το βράδυ και μια καρδάρα γάλα.
Λέγανε πως τα φίδια αυτά που ζούσαν άλλοτε με τους ιερείς στα ιερά και τα μαντεία, όταν αυτά κλείσανε, ήρθαν και φώλιασαν στα σπίτια.
Ποτέ κανείς δεν σκέφτηκε να τα σκοτώσει και πρέπει να πω, πως ούτε τα κατοικίδια ζώα, τα ζύγωναν.
Τα βράδια γύριζαν μέσα στο σπίτι ή στην αυλή και έτρωγαν φώλια απ τα κοτέτσια και μικρόζωα που έβρισκε ολόγυρα.
Τις μέρες όλο και κάπου τα έβρισκες κουλουριασμένα.
Το σπιτίσιο αυτό φίδι το λέγανε Σαββατομπούλαρο, γιατί οι εμφανί-σεις του το Σάββατο, ήταν πιο συχνές.
Ήταν κοινωνικό και του άρεγε η συντροφιά.
Παίζαμε θυμάμαι κάτω απ την κληματαριά του Αποστόλη του Ρέπα, όταν βγήκε ένα πελώριο απ τη στέγη του σπιτιού του και κουλου-ριάστηκε στον χοντρό κορμό της κληματαριάς.
Κρεμάστηκε από πάνω μας και όση ώρα ήμασταν εκεί και παίζαμε, αυτό μας παρακολουθούσε.
Στο διώροφο σπίτι του Παπαγαλάνη που ήταν αριστερά και στο κάτω μέρος της πλατείας, τόσο ή Κλειώ όσο και η Θοδωρούλα του Παπαγα-λάνη -η συμβολαιογράφος- που κατοικούσαν στο σπίτι αυτό, μολογούν πως δεν ήταν λίγες οι φορές που το είδαν, να κατεβαίνει απ τις σχισμές που είχε το ταβάνι.
Μια φορά μάλιστα, το βρήκαν κουλουριασμένο στα πόδια της θειάς Κασσιανής του Παπαγαλάνη.
Τα φίδια αυτά όταν έκανε ψύχρα, συνήθιζαν να κουλουριάζονται στα πόδια ενός κοιμισμένου κι αυτός έπεφτε σε βαθύ λήθαργο. Δεν έ-πρεπε να τον ξυπνήσει κανείς, πριν το φίδι φύγει από μόνο του.
Μία φορά έπεσε ένα απ το ταβάνι στην αγκαλιά της πεθεράς μου, Έπλεκε καθισμένη μέσα στο σπίτι όταν της ήρθε στην αγκαλιά απ τα ψηλά. Ήταν τότε έγκυος στην γυναίκα μου την Κλειώ.
Δεν ξέρω αν είναι σύμπτωση, αλλά η Κλειώ από μικρή όχι μόνο δε φοβάται τα φίδια, αλλά τα πιάνει και με τα χέρια της.
Πριν δυο χρόνια, o κόσμος έκανε το μπάνιο του μπροστά στα Δρι-βαίικα, όταν εμφανίστηκε ένα απ αυτά να επιπλέει ανάμεσά τους.
Όλοι βάλανε τις φωνές και άδειασε η παραλία.
Πήγε η Κλειώ ψύχραιμα και το βούτηξε απ το λαιμό.
Το σήκωσε ψηλά πάνω απ το νερό κι έγινε το έλα να δεις. Καθώς αυτό τυλιγόταν πότε δεξιά και πότε αριστερά στο μπράτσο της, οι άλλοι σκούζανε.
Το έριξε στον κάδο των σκουπιδιών, αλλά στη θάλασσα δεν ξανα-μπήκε κανένας εκείνο το πρωινό.
Ο χαμός του φιδιού απ το σπίτι που κατοικούσε, προμήνυε και τον χαμό ενός μέλους της οικογένειας.
Από μικρός συμπαθούσα τα ερπετά αυτά και κάποτε έκλαψα -εννιά-χρονο παιδί- γιατί ένα που είχαμε στο σπίτι, το σκότωσε ο γείτονάς μας ο Βλησσάρης ο Μπίτσης.
Πήγε η μάνα μου εκείνη τη μέρα, να σηκώσει το μεγάλο καζάνι για να βάλει μπουγάδα στην αυλή, όταν είδε από κάτω κουλουριασμένο το τεράστιο φίδι, που ακούγαμε τα βράδια να σέρνεται στο ταβάνι του σπιτιού που κατοικούσαμε. Απ τις φωνές και τη λαχτάρα που πήρε, ξεσηκώθηκε η γειτονιά.
Απ τον κόσμο που μαζεύτηκε, αυτό δεν ήξερε προς τα που να πάει. Ήρθε τότε ο Βλησσάρης με ένα μακρύ καμάκι και το καμάκωσε.
Σε λίγες μέρες έφυγε για το Κομμένο, να πάει σε ένα συγγενικό του γάμο κι έτυχε να είναι εκεί, τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί και α-φάνισαν ολόκληρο το χωριό.
Στην αποθήκη του Νάσου του Φούντα στα Παλιάμπελα είχε φωλιάση ένα εκεί μέσα και τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στο χωριό, το βλέπαμε εκεί να τριγυρνάει .
Ο Νάσος φοβήθηκε μην αγγίξει κανένα απ τα παιδιά ή τα εγγόνια που παίζανε στην αυλή -εκεί μπροστά στην αποθήκη του- και με την κοσιά τό έκοψε στη μέση.
Σε λίγο καιρό, έχασε το λεβέντη του -τον τριαντάχρονο γιο του το Νίκο- σε ατύχημα. Ήταν σύμπτωση; Δεν ξέρω.
O ίδιος μέσα στον πόνο και τα αναφιλητά του μονολογούσε, πως αυτός έφταιγε για το χαμό του γιου του, γιατί σκότωσε το φίδι.
Ιστορίες για φίδια έχω ακούσει πολλές στα χωριά που γυρνούσα, αλλά εγώ μολογώ, μόνο αυτά που έζησα.
Πρέπει να πω, πως το φίδι είναι το πιο παρεξηγημένο ζώο και προ-καλεί φόβο και πανικό.
Δεν επιτίθεται ποτέ στον άνθρωπο και είναι άδικη η αντιπάθεια μας γι αυτό, με αποτέλεσμα τη βίαιη συμπεριφορά μας απέναντί του.
Πολλές φορές συναντούσα φίδια στα βουνά, σε ρεματιές και στους βάλτους, τότε που γύριζα τα ντοκιμαντέρ μου. Ενα πρωινό στο Μερτάρι το είδα μπροστά μου στα δύο μέτρα. Ήταν τεράστιο και λιαζόταν στον ήλιο κουλουριασμένο μέσ στα χορτάρια.
Κατάλαβε απ την περπατησιά μου πως το πλησίαζα και είχε σηκωθεί ολόρθο -μισό μέτρο επάνω- και με απειλούσε. Σταμάτησα και με αργές κινήσεις ετοίμασα την κάμερα να το φωτογραφίσω. Έφυγε αργά αργά μέσα στα χορτάρια και προς την αντίθετη μεριά.
Υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες από περιηγητές, πως στα παλιότερα χρόνια υπήρχαν στην περιοχή μας τεράστια φίδια με κέρατα. Όταν άνοιγαν το δρόμο από το Αγρίνιο για το Καρπενήσι, απ τα φουρνέλα που βάλανε, βγήκε ένα απ αυτά και όσοι το είδαν, εξαφανί-στηκαν. Για δυο μήνες σταμάτησε το έργο, μέχρι να πείσουν τους εργάτες να γυρίσουν ξανά στη δουλειά τους.
Άραξα μια μέρα το Land Rover στη βρύση της Μπούχαλης να ποιώ ένα καφεδάκι στο καφενείο του Κούτσικου, όταν με πλησίασε ένα μικρό και γεμάτο απορία με ρώτησε.
-Ε μπάρμπα, αν βγει κάνα θεριό μπροστάς, εκεί π’ γυρνάς στα βνά, τι θα κάνς. Το σκεφτικά λίγο, κούνησα το κεφάλι μου και του είπα. -Θα το φωτογραφίζω, μέχρι να με φάει. Έτσι θα μάθετε και σεις, τι ήταν αυτό που με κατάπιε Έφυγε σκεφτικό για τα Βέτκα κι εγώ κάθισα να πιώ το καφεδάκι.
ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
Ήταν η πρώτη φορά και η τελευταία της ζωή μου, που αναλογίστηκα τι θα έκανα σε μια δύσκολη στιγμή. Όχι βέβαια για το θεριό του μικρού αλλά και για ένα απλό ατύχημα.
Από μικρός δεν σκέφτηκα ποτέ το κακό. Δεν έβαλα ποτέ στο μυαλό μου, πως κάτι θα μπορούσε να μου συμβεί, ακόμη και τότε που γύριζα ολομόναχος στα βουνά τα ντοκιμαντέρ μου και κοιμόμουν όπου λάχαινε τις νύχτες.
Πολλές φορές γλίστρησα, έπεσα, χτύπησα, αλλά δεν το έβαλα κάτω.
Έψαξα να βρω απ τα παιδικά μου χρόνια, τι ήταν αυτό που με έκανε να μη ξέρω τι είναι φόβος, αλλά άκρη δεν βρήκα.
Δυο φορές -στα παιδικά μου χρόνια- χούφτωσα μαχαίρι σε καβγά.
Ο πρώτος μου το έφερε και βόλτα στη φούχτα και έχω ακόμη τα ση-μάδια στα δάχτυλά μου. Ο άλλος με το που είδε το αίμα στη χούφτα μου, λιποθύμησε.
Με τον Πάνο τον Σφαέλο που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου και αρπαχτήκαμε μικρά σε καβγά, συζητήσαμε το επεισόδιο αυτό όταν μεγαλώσαμε -για να θυμηθούμε την αιτία του καβγά- αλλά άκρη δε βρήκαμε. Δεν θυμόταν αυτός, όπως κι εγώ.
Μου είπε μόνο πως μετά τον καβγά, εξαφανίστηκε για δυο βδομάδες απ τη Βόνιτσα, φοβούμενος μην το πω στον πατέρα μου, που ήταν φίλος με τον διοικητή της χωροφυλακής.
Εγώ έπλυνα τη χούφτα μου στη θάλασσα, κόλλησα τις πέτσες που κρέμαγαν και κράτησα την υπόλοιπη μέρα στη γροθιά μου σφιγμένο δυνατά ένα κομμάτι χαρτί, μέχρι που σταμάτησε το αίμα.
Δεν οπλοφόρησα ποτέ και δεν είχα ούτε μαγκούρα, όταν γύριζα ολο-μόναχος στα βουνά και μου ορμούσαν τρία και τέσσερα τσοπανόσκυ-λα μαζί.
Σταματούσαν συνήθως στα δυο βήματα μπροστά μου και δεν ήταν λίγες οι φορές, που τους έδωσα και το χέρι στο στόμα τους.
Ένα πρωινό κινηματογραφούσα στην κάτω μεριά της Κορπής σε μια απότομη κατηφοριά.
Ο φίλος μου ο Κώστας με τον Βασίλη τον κουμπάρο μου -που τους είχα παρέα- θέλησαν να δουν ένα φίλο τους προβατάρη, που έμενε πιο κάτω, σε μια αχυροκαλύβα. Πήγαν προς τα εκεί και με το που φώναξαν τ όνομά του, πετάχτηκαν μέσα απ το καλύβι δυο σκυλιά και τους στρώσανε στο κυνήγι.
Ανέβαιναν σφεντόνα την ανηφόρα μπροστά αυτοί και πίσω τα σκυ-λιά, που αν τους τσάκωναν, θα τους ξήλωναν τα κωλομέρια.
Παράτησα την κάμερα πάνω στο τριπόδι και τρέχοντας πήρα την κατηφόρα, φωνάζοντάς τους να μη τρέχουν. Τους προσπέρασα και κυνήγησα τα σκυλιά. Μπορείτε να το εξηγήσετε;
Ο φόβος είναι ο χειρότερος σύντροφος.
Ο άνθρωπος οπλοφορεί, για να συμμαζέψει τον φόβο του. Για να δικαιολογηθεί το κάνει σπορ και λέει πως είναι κυνηγός.
Αφού του αρέσει η φύση και το κυνήγι, γιατί δεν πάει με τη σφεντόνα να κυνηγήσει στην εξοχή και να απολαύσει τη φύση, παρά ξε-πουπουλιάζει τα μικροπούλια με την επαναληπτική καραμπίνα;
Οι κυνηγοί πηγαίνουν δυο – δυο ή και τρεις μαζί, από φόβο. Ο φόβος πέρα των άλλων, δημιουργεί και τον πανικό. Ο πανικός θολώνει το μυαλό και περισσότερο τα μάτια.
Πολλές φορές ακούμε πως αδέλφια ή συγγενείς σκοτώθηκαν μεταξύ τους στο κυνήγι, γιατί δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο. Η θολούρα του πανικού, τυφλώνει τελείως τον ανθρωπο.
Πιστεύω πως οι εμπειρίες των παιδικών μου χρόνων, ήταν αυτές που διαμόρφωναν σε μεγάλο βαθμό των χαρακτήρα και τη ζωή, των κατο-πινών μου χρόνων.
ΟΙ ΕΝΝΙΑ ΠΗΓΕΣ ΣΤΟΝ ΑΜΑΔΑΡΟ
Θα τελειώσω την αφήγησή των παιδικών μου χρόνων, με τις εννιά πηγές στον Αμαδερό.
Σπανίζει να υπάρχουν τόσες πήγες σ ένα τόσο μικρό βουνό. Με τα χρόνια που πέρασαν πολλές απ αυτές έχουν στερέψει, ενώ άλλες έχουν αλλάξει ντορό. Δεν θα ήθελα να ξεχαστούν ολότελα και μια μέρα -μετά από πολλά χρόνια- παρέα με το φίλο μου τον Κώστα αποφάσισα να τις κινηματογραφήσω και να γράψω ιστορίες και γε- γονότα, που έζησα γύρω τους
Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΑΝΝΑ – ΗΡΑΣ.
Άρχηζω πρωτα απ την πηγή της Άννα Ήρας, που ήταν στα ριζά του Αμαδαρού. Ή πηγή αυτή που δεν υπάρχει πια, ήταν εκεί που η θάλασσα έχωνε τη γλώσσα της μέσα στα βράχια του βουνού, απ όπου ξεχείλιζε γάρ-γαρο και γλυφό, το κρυσταλλένιο της νερό.
Την επισκέφτηκα για πρώτη φορά μικρό παιδί, παρέα με άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Με τον ποδαρόδρομο που είχαμε κάναμε και κατάκο-πα καθώς ήμασταν, κάτσαμε να ξαποστάσουμε στις δυο πλάκες που ήταν δεξιά και αριστερά της πηγής. Βγάλαμε απ τις τσέπες μας το κολατσό μας, που ήταν συνήθως μια χούφτα ελιές, δυο σκορδοκρέμμυδα και μια αγκωνιά ψωμί και κοιτά-γαμε στον ουρανό τα αεροπλάνα που περνούσανε κατά πεντάδες. Ήταν τρία μπρος και δύο πίσω σε μια ατέλειωτη σειρά και μασουλώ-ντας τα μετράγαμε στα φωναχτά.
Είμαστε τότε στην αρχή του πολέμου και δεν ξέρω αν ήταν Εγγλέζικα ή Γερμανικά ή που πήγαιναν να ρίξουν τις βόμβες τους.
Σαν ξαποστάσαμε και δοκιμάσαμε λίγο κι απ το γλυφό νερό της πη-γής, πήραμε τα ριζά του βουνού, να βγούμε στον καρόδρομο, που πάει για τα Παλιάμπελα.
Εκεί ακριβώς στη στροφή του δρόμου ήταν ένα Γερμανικό φυλάκιο και πέντε – έξη Γερμανοί κοίταζαν την ανηφόρα, απ όπου κατέβαινε καμαρωτός ο μπάρμπα Στέφανος, καβάλα στη γαϊδούρα του. Κρατούσε ως συνήθως στο ένα χέρι τη γκλίτσα σαν να ήτανε σκήπ-τρο και στο άλλο την τριχιά, που κουμαντάριζε τη γαϊδούρα. Μπροστά του και στα δέκα μέτρα περπάταγε και η γυναίκα, του με μια ζαλίκα ξύλα φορτωμένη στον ώμο.
Μου ήταν και οι δύο τους γνωστοί, γιατί πέρα απ τα ξύλα που μας φέρνανε στο σπίτι, μου είχαν χαρίσει κι ένα νεογέννητο λαγουδάκι, που το βρήκανε στο λόγκο. Το μεγάλωσα παρέα με την αδερφή μου, ταΐζοντάς το στην αρχή με το σταγονόμετρο και μετά με το μπιμπερό και το προσέχαμε σαν τα μάτια μας, γιατί είναι δύσκολο να ημερώσει ο λαγός.
Και όμως τα καταφέραμε. Πήδαγε στην αγκαλιά μας σαν να ήταν γάτα και κούρνιαζε τα βράδια στα πόδια μας. Γέμιζε όμως το σπίτι με ακαθαρσίες, που στην αρχή ήταν κάτι μικρά κουρατζινάκια, που όλο και μεγαλώνανε, καθώς περνούσε ο καιρός.
Η μάνα μου δεν το ήθελε, γιατί το σπίτι μύριζε κατουρλίλας και μια μέρα που γυρίσαμε απ το σχολείο, μας είπε πως έφυγε στα κρυφά και χωρίς να το καταλάβει. Σίγουρα το είχε ξεφουρνίσει.
Σταμάτησαν οι Γερμανοί τη γυναίκα του μπάρμπα Στέφανου που ή-ταν γκαστρωμένη κι έτοιμη να γεννήσει, τη ξεζαλίκωσαν απ το φορ-τίο που είχε πάνω της και περίμεναν να φτάσει ο άντρας της, που ερχόταν καμαρωτός πάνω στη γαϊδούρα. Με το που έφτασε, τον άρπαξαν από καβαλάρης που ήτανε και τον ρήμαξαν στις κλωτσιές.
Ήταν καλοζωισμένος ο μπάρμπα Στέφανος εν αντιθέσει με τη γυ-ναίκα του, ροδοκόκκινος και στρουμπουλός κι από ότι είδαμε, άντεχε και στο ξύλο.
Τον πελέκισαν στις κλοτσιές εκείνο το πρωινό μέχρι που στο τέλος τον γονάτισαν και του φόρτωσαν τη ζαλίκα. Βάλανε τη γυναίκα σηκω-τή πάνω στη γαϊδούρα και τους στείλανε για τη Βόνιτσα, λέγοντάς του πολλά κι ανάκατα με βρισιές, που δεν χρειαζόταν να ξέρεις τα Γερμα-νικά, για να καταλάβεις το τι του σούρανε.
Εμείς μετά απ όλα αυτά που μας έτυχαν στο δρόμο και χωρίς να τα περιμένουμε, πήραμε στα μουλοχτά το μονοπάτι που ακολουθούσε τα ριζά του βουνού και φτάσαμε στα πλατάνια της Παναγιάς. Εκεί πήραμε την πρώτη ανάσα και δροσιστήκαμε στην πηγής, γιατί μας είχε ανάψει η δίψα απ το ψωμοκρέμυδο.
Καθίσαμε στον ίσκιο κάτω απ τα φουντωμένα πλατάνια κι αφού ξα-ποστάσαμε, αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τις παγίδες, που θα στήναμε για τα πουλιά.
Μαζέψαμε βέργες απ τα γύρω χαντάκια, που ήταν γεμάτα φουντω-μένες λυγαριές κι αφού τις βρέξαμε στο νερό, τις στρίψαμε και σχη-ματίσαμε μ αυτές αρκετά κλειστά τόξα και δέσαμε τις άκρες του κάθε τόξου με σύρμα. Βάλαμε κι άλλα σύρματα παράλληλα από πάνω και πλέξαμε ανάμεσά τους κομμάτια από ξερά σπασμένα καλάμια, που είχαμε μαζί μας.
Οι παγίδες αυτές είχαν το σχήμα καμάρας και ήταν ίδιες κι απαράλ-λαχτες με τις αρχαίες μουσικές λίρες, που βλέπαμε στα βιβλία μας.
Όταν τις ετοιμάσαμε και τις ελέγξαμε, πήραμε μέσα απ τις ελιές του Ζέρβα -που ήταν εκεί μπροστά μας- και δυο λεπτές πλακοπάιδες κι αμοληθήκαμε στον κάμπο, για παιχνίδια και κλεψιές.
Περάσαμε πρώτα λοξοδρομώντας από ένα χωράφι με ψωμωμένες καλαμποκιές και βγάλαμε από μέσα τους -σκίζοντας τον κορμό στα δυο- σκουλήκια για τις παγίδες μας. Βάλαμε και στον κόρφο ρόκες για αργότερα και συνεχίσαμε το δρόμο, να βρούμε τόπο, για να στήσουμε τις παγίδες μας.
Πήραμε την όχθης του ποταμιού -που κατέβαινε απ το Σουπιτό- και τραβήξαμε για τη Μαγούλα, τσιμπολογώντας εδώ και κει απ τα βάτα γατσούμπρα, γιατί απ την κάψα και τη σκόνη, μας είχε στεγνώσει ο λεμός.
Κοντά στις Μαγούλες συναντήσαμε τον Νίκο τον Πρεβεζάνο -που ή-ταν τρία με τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος μας και καθίσαμε όλοι μας στον ίσκιο ενός δέντρου, να ξαποστάσουμε.
Ο Νίκος ήταν μοναχικός τύπος, ήρεμος και καλό παιδί. Γύριζε όλη τη μέρα στον κάμπο με μια γκλίτσα στο χέρι κι ένα ταγάρι στον ώμο και μάζευε μύκητες απ τα δέντρα. Τους έβραζε -μας έλεγε- και τους έλιαζε στον ήλο να ξεραθούν. Έτσι ετοίμαζε τις ίσκες για τα τσακμάκια, που τις πούλαγε σ αυτούς που κάπνιζαν στριφτό, τυλιγμένο σε χαρτί ή σε ροκόφυλλο.
Έβαλε το χέρι μέσα στο ταγάρι κι έβγαλε από μέσα ένα κομμάτι ξε-ραμένης ίσκας. Για να μας εντυπωσιάσει πήρε από καταής και μια στουρναρόπετρα και κώλυσε την ίσκα πάνω της. Τη χτύπησε δύό τρις φορές με τον πριόβολο -που ήταν ένα ατσαλένιο κομμάτι από σπασμένο ρουλεμάν- και την άναψε. Έχωσε την αναμένη ίσκα μέσα σε μια ξεραμένη γελαδίσια σβουνιά και φυσώντας την -με λίγα τσάκνα πάνω της- άναψε μια φωτιά και ψήσαμε τις ρόκες. Αφού φάγαμε τα καλαμπόκια, μας ορμήνεψε που θα βρούμε φωλιές πουλιών, γουρμασμένα αγραπίδια και πήρε το δρόμο για τη Βόνιτσα. Δεν πέρασαν από τότε τρία χρόνια όταν παρέα με δυο φίλους του βρήκαν σ ένα χαντάκι μια οβίδα όλμου και αρχίσανε να την πασπα-τεύουν, μέχρι που έγινε το κακό. Ο ένας σκοτώθηκε επιτόπου και τους άλλους δυο τους φέρανε τραυματισμένους στο χειρουργείο, που είχε στίσει ο Ε.Λ.Α.Σ στο καφενείο του Λάκια του Σουρτζή. Όλα αυτά γίνανε, όταν στην Πρέβεζα γινόταν η μάχη, μεταξύ του ΕΛ.Λ.Α.Σ και του Ε.Δ.Ε.Σ.
Μετά την πηγή της Άννα – Ήρας, πήραμε το δρόμο για τη βρύση της Άγια-Σωτήρας.
Η ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΑΣ
Το νερό της βρύσης αυτής πηγάζει κάτω απ το εκκλησάκι της και καταλήγει σε μια βρύση, που είναι έργο του πολεμικού ναυτικού, καθώς γράφει επάνω της. ΑΚΤΙΟΝ. ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ 1897
Η γιορτή της Αγιά-Σωτήρας στις 6 Αυγούστου, ήταν τότε μια ξεχω-ριστή γιορτή. Αν μας έπαιρνε ο παπάς με τη βάρκα που τον πήγαινε, γλιτώναμε τον ποδαρόδρομο των τριών χιλιομέτρων για το πάει, και άλλα τόσα για το έλα.
Το εξωκλήσι αυτό είναι το πιο μακρινό της Βόνιτσας, αλλά στη γιορτής της Σωτήρας έφτανε εδώ πολύς κόσμος, άλλοι με τα πόδια και άλλοι με τις βάρκες, φορώντας τα καλά τους. Ήταν βέβαια κατα-καλόκαιρο και το τοπίο πανέμορφο.
Μετά τη λειτουργία αρχίζαμε εμείς τα παιχνίδια, και οι μεγάλοι το μπάνιο, τα ψαρέματα και το φαγοπότι κάτω απ τα δέντρα.
Μετά είχαν σειρά οι χοροί
και οι κούνιες.
Αν και νηστεύαμε μέχρι της Παναγιάς, μόνο τη μέρα αυτή επιτρεπό-ταν να φάμε ψάρια. Ήταν παράδοση φτωχοί και πλούσιοι τη μέρα αυτή, να έχουν στο σπιτικό τους οπωσδήποτε τα ψάρια της Σωτήρας.
Έτσι πολύ απ τους προσκυνητές προτιμούσαν -για το καλό της μέ-ρας- να ρίξουν τις πετονιές στη θάλασσα, παρά να ασχοληθούν με τις κούνιες, που ήταν κρεμασμένες σε κάθε δέντρο.
Στη γιορτή αυτή, εμείς οι Μπουχαλιώτες γνωρίζαμε κι άλλες παρέες απ το Παζάρι και τον Κόκκινο και τα παιχνίδια που παίζαμε, γινόταν πιο ομαδικά.
Ο μπίκος, η αμπάρτζα, η σκλέτζα και η γουρουνα στο περίβολο της εκκλησιάς και κάτω στην αμμουδιά, ήταν ατέλειωτα.
Όμως τις περισσότερες φορές τα παιχνίδια αυτά ήταν αιτία παρε-ξηγήσεων. Μας φέρνανε στα χέρια με φωνές, με βλαστήμια, στην αρχή με κεφαλοκλειδώματα και κατρακύλες στο χώμα, και κατέληγαν στον πιο αποτελεσματικό τρόπο επίλυσις των διαφορών, που ήταν ο πετροπόλεμος.
Η ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ
Φύγαμε απ τη βρύση της Αγιά – Σωτήρας και βγάζοντας την ανηφόρα κάναμε δεξιά και πιάσαμε την ισάδα, που πάει για τα Παλιάμπελα. Εκεί στα δεξιά του δρόμου που είναι και το εγκαταλειμμένο νταμάρι, ήτανε κάποτε η Χρυσοπηγή.
Ήταν απέναντι απ τα κτήματα του Γιώργου του Σουλιώτη και του Τόλια του Φούντα, που στο κάτω μέρος του κήπου έχουν απομείνει και σήμερα πέρα απ τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές και τρεις τσα-πελίσες συκιές με λιβανά σύκα, μούρλια.
Και τα δύο αυτά κτήματα ήταν περιφραγμένα με μάντρες και ανάμεσά στις δυο μάντρες ήταν το μονοπάτι που κατεβαίνει σήμερα για την αγία Παρασκευή. Στο μονοπάτι αυτό κατρακυλούσαν τότε τα νερά της Χρυσοπηγή, αφού πρώτα καβαλούσαν τον χωματόδρομο που πήγαινε απ τα Παλιάμπελα στη Βόνιτσα.
Στα παιδικά μου χρόνια, το τοπίο εδώ ήταν φανταστικό. Παντού υπή-ρχαν τεράστια πλατάνια και ολόγυρα τους λασπόνερα. Η βλάστηση ήταν σκόρπια κι ανάκατη από λογής λογής άγρια φυτά, βρύα και χαμόκλαδα. Το τοπίο αυτό διατηρήθηκε έτσι, μέχρι το 1948.
Όταν έγινε η διαπλάτυνση του δρόμου, ξήλωσαν τις μάντρες απ τα κτήματα αυτά και κόψανε τα πελώρια πλατάνια. Η τελική καταστροφή ήρθε με το νταμάρι που στήσανε εδώ, για να στρώσουν το δρόμο με το χαλίκι του.
Σαν ήμουν πεντάχρονο παιδί και λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος, έτυχε να επισκεφτώ με τον πατέρα μου το κτήμα αυτό του Γιώργου του Σουλιώτη, που ήταν ένα απ τα τρία καλύτερα κτήματα που υπήρχαν τότε στη Βόνιτσα.
Το ένα ήταν του Φιλοκτήτη του Λαμπράκη στον Πλατανιά, το δεύτερο του Θανάση του Κούριντα στον κεντρικό δρόμο της Βόνιτσας -που έχει απομείνει στις μέρες μας μόνο ένα μικρό χαμηλό σπιτάκι- και τρίτο ήταν αυτό του Σουλιώτη.
Ήμουν τυχερός, που τα σεργιάνισα και τα τρία.
Εκείνα τα χρόνια και πριν τον πόλεμο η αριστοκρατία της Βόνιτσας που την αποτελούσαν ο γιατρός, Φαρμακοποιός, ο δάσκαλος, ο ει-ρηνοδίκης κι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, πραγματοποιούσαν κάθε λίγο και λιγάκι οικογενειακές εκδρομές στα πέριξ της Βόνιτσας. Πηγαίναμε και μεις τα παιδιά μαζί τους στο χαλίκι, στη Σωτήρα και σε μακρινά ερημοκλήσια.
Ήμουν τότε στα πέντε με έξη χρόνια και τα θυμάμαι καλά.
Μπήκα και στα τρία αυτά κτήματα και τα σεργιάνισα χαζεύοντάς τα. Σκεπτόμουν πως κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν ο κήπος της Εδέμ, όταν τον κατοικούσαν ο Αδάμ με την Εύα.
Παντού υπήρχαν τρεχούμενα νερά, πυκνόφυλλα δέντρα και δρομά-κια με ατέλειωτες αλέες. Το θρόισμα των φύλλων, τα νερά που κυλού-σα και το τραγούδισμα των πουλιών, συμπλήρωναν την ομορφιά του τοπίου.
Τα δέντρα άπλωναν παντού και δεν είχαν τελειωμό. Ήταν γεμάτα πολύχρομους καρπούς και τους χάζευα να κρέμονται ανακατεμένοι με τα τσαμπιά της κληματαριάς, που άπλωνε κι αυτή σε κάθε γωνιά του κήπου.
Τα πουλιά πετούσαν από κλαρί σε κλαρί τσιτσιρίζοντας.
Στα πέντε μέτρα μπροστά μου μια παρέα απ αυτά έπαιρνε το μπάνιο του σε ένα αυλάκι κι ασυναίσθητα πήγε το χέρι μου στην κωλότσεπη. Τότε κατάλαβα πως η μάνα μου με είχε αφοπλίσει με την καινούργια αλλαξιά που μου φόρεσε.
Τα νερά απ τον καταρράχτη Σουπετό που ήταν πολλά τότε, σκόρπιζαν στον κάμπο της Βόνιτσας και ποτίζανε όλα τα χωράφια της.
Ένα μέρος τους περνούσε πρώτα από ένα νερόμυλο που ήταν πιο πάνω απ τον Πλατανιά και μετά διέσχιζαν το κτήμα του Φιλοκτήτη.
Απ το κτήμα αυτό τα νερά βγαίναν στη στροφή του κεντρικού δρόμου και χώριζαν δεξιά και αριστερά.
Το ένα μέρος τους ακολουθούσε το χαντάκι στα δεξιά του κεντρικού δρόμου για να φτάσει στο κτήμα του Κούριντα και το άλλο περνούσε κάτω απ το γεφύρι που είναι ακόμη εκεί στη στροφή του δρόμου και πέρναγε στην άλλη πλευρά.
Περνούσε το κτήμα του Γιαννέλου, κι έφτανε με βουητό, κυλώντας πάνω σε μια υπερυψωμένη μάντρα στο μύλο του Καλογεροπάνου.
Αυτά τα νερά αποτελούσαν και το αποχετευτικό δίκτυο της Βόνιτσας.
Τα αρχοντικά αυτά με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους δόμηση, στέκουν ακόμα καλοδιατηρημένα στην πλαγιά και τους πρόποδες βενετσάνικου κάστρου, για να μας θυμίζουν τα χρόνια της Ενετο-κρατίας και τους μετέπειτα αγώνες.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των σπιτιών αυτών είναι τα στενά παράθυρα, οι πολεμίστρες και οι φαρδύς πέτρινοι τοίχοι, που πολλές φορές ξεπερνούν και τα ογδόντα εκατοστά -απ τη μεριά της θά-λασσας- για να αντιστέκονται στις βολές των κανονιών.
Στο υπόγειο και στην οχυρωμένη αυλή, υπήρχαν παλιότερα χώροι για τα ζώα, αποθήκες τροφίμων και πάντα το απαραίτητο πηγάδι.
Τα σπίτια αυτά που το καθένα τους ήταν και ένα μικρό φρούριο, α-ποτελούσαν μια ξέχωρη πινελιά στο υπόλοιπο υποβαθμισμένο χώρο της γύρω περιοχής.
Όταν έγινε η ενσωμάτωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, αποφα-σίστηκε να γίνει η Βόνιτσα – που ήταν τότε και παραμεθόρια πόλη – πρωτεύουσα του νομού Ακαρνανίας και να μπει στο Νομό αυτό και η Λευκάδα.
Άρχισαν τότε να να κτίζονται απ τους κατοίκους ευρύχωρα και λει-τουργικά κτήρια, που θα στέγαζαν τις δημόσιες υπηρεσίες.
Ένας πατριώτης μας ονόματι Κέντρος, πούλησε την κτηματική του περιουσία και παίρνοντας δάνειο και απ την Εθνική Τράπεζα, άρχισε να κτίζει αρκετά, μεταξύ των οποίων το σπίτι του Ζορμπά στην παραλία και τα οικήματα του Στούμπη και του Παπακώστα στην πλατεία.
Όμως στα σχέδια αυτά αντέδρασε τότε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, που είχε κύρος στη βουλή και έκανε Νομαρχεία τη Λευκάδα. Ο Τρικούπης για να μαζεύει περισσότερους ψήφους ένωσε την Αιτωλία με την Ακαρνανία και έγινε αυτός ο τεράστιος νομός -τέρας- που λέγεται Αιτωλοακαρνανία.
Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΚΟΝΤΡΑΣ
Κοντά στα οκτακόσια μέτρα απ την Χρυσοπηγή και εκεί που τε-λειώνει η ισάδα -στην κλειστή στροφή του δρόμου- ήταν και η πηγή της Κόντρας.
Απ την πηγή αυτή κουβαλούσαν οι Παλιαμπελιώτες το νερό με τις βαρέλες -κοντά στα χίλια μέτρα- για τις ανάγκες των σπιτιών τους.
Αυτό γινόταν βέβαια, πριν υδροδοτηθεί το χωριό με το θαυματουργό νερό της Χελώνας, που είναι στην περιοχή της Κορπής.
ΤΟ < ΠΛΑΤΑΝΑΚΙ >
Ανεβαίνοντας απ τα Παλιάμπελα για τον Άι-Λια, εκεί στα ψηλά κι α-νάμεσα στα πλατάνια, συνάντησα και την πηγή Πλατανάκι, που τα νερά της λιμνάζουν στον χωματόδρομο, πριν πάρουν τον κατηφόρα της ρεματιάς.
Πλατσάνισα στα λασπόνερα βουτηγμένος μέχρι το κότσι και στάθηκα πάρα πέρα, να πάρω μια ανάσα. Έριξα μια ματιά στον Αμβρακικό που άπλωνε κάτω μου και θαύμα-σα μέσ απ τα φυλλώματα των δέντρων, ταξιδιάρικα τα νησάκια της Καρακονησάς. Έτσι πήρα λίγη δύναμη, να βγάλω αγκομαχώντας την ανηφόρα, που απέμενε ως την κορφή.
Σαν ήμουν παιδί είχα ακούσει μια ιστορία -ή ένα παραμύθι θα έλεγα για την πηγή αυτή- και θα τη γράψω εδώ, να μείνει και στα γραφό-μενά μου.
Λέγανε τότε πως όποιος κοιμότανε κοντά στην πηγή αυτή, άκουγε μέσα στον ύπνο του το τραγούδι της νεράιδας ή καλύτερα το μοι-ρολόγι της.
Η νεράιδα αυτή ήταν κάποτε μια πανέμορφη βλαχοπούλα, που ήρθε απ τα βουνά του Ζαλόγγου με τα κοπάδια του πατέρα της, να ξεχειμω-νιάσουν εδώ. Ήταν τόση η ομορφιά της, που όλος ο κόσμος τη μολογούσε.
Την βλαχοπούλα αυτή αγάπησαν δυο φίλοι καρδιακοί, πανέμορφα παλικάρια, λεβέντες μέχρι εκεί πάνω και τη ζήτησαν σε γάμο.
Η βλαχοπούλα θαύμαζε και τα δυο παλικάρια -τόσο για την ομορφιά όσο και για τη λεβεντιά τους- δεν ήξερε ποιόν απ τους δυό να διαλέξει.
Ο καιρός περνούσε και η βλαχοπούλα δεν έλεγε να πάρει την από-φαση, μέχρι που στο τέλος οι δυο φίλοι δεν άντεξαν άλλο και θέλη-σαν από μόνοι τους να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό τους αυτό.
Αποφάσισαν να παλέψουν μεταξύ τους κι όποιος απομείνει γερός, να την παντρευτεί.
Βγάλανε τα μαχαίρια τους κι ολημερίς χτυπιόντανε.
Μέχρι να γύρει ο ήλιος, λαβωμένοι και οι δυο, φύγαν απ τη ζωή.
Η βλαχοπούλα τρελάθηκε και πήρε τα βουνά.
Πολλοί είπαν πως την είδανε κοντά στην πηγή αυτή. Άλλοι πάλι μολογούσαν πως άκουσαν το μοιρολόι της κι άλλοι πως είδανε τη σκιά της, να χάνεται μέσα στα πλατάνια. Καθώς η σκιά της ήταν μικρή, ανάμεσα στα πελώρια πλατάνια, για να την ξεχωρίζουν απ αυτά, την είπανε < Πλατανάκι>.
ΣΤΗ ΔΡΟΣΟΠΗΓΗ
Βγάζοντας την ανηφόρα και περνώντας το διάσελο του Λέκκα, στά-θηκα να πάρω μια ανάσα στα πλατάνια της Δροσοπηγής.
Ξεζέφτικα την Κινηματογραφική μηχανή με τα εννιά κιλά της και πε-ρίμενα να φτάσει κι ο Κώστας, που ακολουθούσε με το τριπόδι και την τσάντα που είχαμε μέσα της προμήθειες και το κολατσιό.
Η δροσοπηγή είναι κάτω από πανύψηλα κεραυνοβολημένα πλατά-νια και η θέα της Βόνιτσας με τα δαντελωτά της ακρογιάλια, φαντα-στική.
Στο βάθος κι από δεξιά προς τα αριστερά απλώνουν πανοραμικά ο Κέ-φαλος με το κεφάλι της Παναγιάς, η Σαλαώρα, η Λασκάρα, η Πρέβεζα με το Άκτιο και πιο κει στα δεξιά, μόλις και φαίνεται η Λευκάδα. Ένα πανέμορφο γαλάζιο τοπίο, που δεν χορταίνεις να το κοιτάς.
Όταν ήρθε ο Κώστας, άνοιξα την τσάντα να πάρω μια χαψά και να ποιώ κρύο νεράκι απ την Δροσοπηγή, αλλά η τσάντα ήτανε άδεια. Τα είχε φάει όλα ο αθεόφοβος και στη θέση του κολατσιού είχε βάλλει μια γελαδίσια σβουνιά. Τι να του πεις. Όλο κάτι τέτοια σκαρφίζονταν ο αμολόητος.
Την ώρα που γκρίνιαζα μαζί του για τα χοντρά του αστεία και τις ζα-βολιές που έκανε, φάνηκε να έρχεται από αλάργα ο Περικλής ο Ντελής με τα γελάδια του. Μέχρι να σιμώσει, ξεκάμπισε κι ο Μάκιας ο Αποστολάκης καβάλα στη γαϊδούρα και σαλαγώντας τα γίδια. Εκείνο το γιόμα άνθρωποι και ζώα σταλίσαμε κάτω απ τα πλατάνια της Δροσοπηγής, περιμένοντας να πέσει η κάψα του μεσημεριού.
Έβγαλε ο Μάκιας απ το σακούλι σπιτίσιο ψωμί και κατσικίσιο τυρί που μοσκοβόλαγε, έκοψε και μεγάλες φέτες με τον κολοκοτρωναίϊκο για να τσιτώσουμε κι απολαύσαμε εκείνο το γιόμα, ότι δεν μπορεί να βρεις στο καλύτερο φαγάδικο.
Χαζολογίσαμε ιστορίες και χωρατά για στερφόγιδες, ζυγούρια και γκιόσες, αναφέραμε μιλιούργια, γαλάρια, σφαχτάρια, και σαλαγί-σματα και στο τέλος γύρισε η συζήτηση στην κλασική μουσική με τα γαλαροκούδουνα, τα τρουκάνια, και τα γουργούλια, που ανάκα- τα με τα κυπριά, στήνουν από μόνα τους μουσικές συγχορδίες σε ρεματιές και λόγγους.
Μετά γύρισε η κουβέντα τις σχέσεις που έχουν τα ζώα μεταξύ τους και τούτη την ώρα, μας έσκασε κι ο Μάκιας και το μεγάλο μυστικό. Η γαϊδούρα του -μας είπε- πως ήταν πλαντιασμένη με το γρούν.
-Να δεις πως καν η σκασμένη μόλις το δει, πέφτ καταής και το καρ-τερεί και μου πρότεινε να πάω απόβραδο, να τα φωτογραφίσω.
Έτσι γύρισε η συζήτηση στα βατέματα, στα μαρκαλίσματα και στα πριτσαλίσματα και μ αποπήρε όταν πήγα να πω και εγώ κάτι δικό μου. Μόνο τα δικά του ήταν σωστά, όπως αυτός μας τα μολογούσε κι οξ απ αυτά δεν έπαιρνε άλλη ορμήνια.
Μ αυτά και με τούτα πέρασε η κάψα του μεσημεριού και ήρθε η ώρα εμείς και τα ζωντανά, να πάνε και παρέκει.
Μαζέψαμε με τον Κώστα τα τσιπριτσάγκαλα μας και κάμποσα τσιμπούρια για ενθύμιο στ αχαμνά και πήραμε τη γιδόστρατα που κατηφόριζε για την πηγή της Παναγούλας.
Εμένα μ άρεγε, να γυρνάω στα βνά.
Πολλές φορές έζησα από κοντά την ποιμενική ζωή,
τότες που γύριζα στα βουνά τα ντοκιμαντέρ μου.
Πέρασα νεροσυρμές και λόγγους και μούσκεψα πολλές φορές
απ τις χοντρές βουνίσιες στάλες της βροχής.
Ξαπόστασα σε δροσερές πηγές και ισκιερά πλατάνια
κι άκουσα γλυκοχάραμα
την πέρδικα να το λαλεί κι ο κούκος να το λέει.
Τήραγα λάκες από ψηλά, που βόσκανε κοπάδια
και γύρισα στρούγκες και μπατζαριά, που ζέχναν βαρβατίλα.
Είδα αραδιαστά τελάρα που πήζανε τυρί,
μπουτίνες που βάραγαν το γάλα,
κι απόλαυσα αφρόγαλο ζεστό, απ το μαστό της γίδας.
Σεργιάνισα τσουγκάνια, καλύβια και μαντριά
κι έζησα από κοντά το σκάρο, το σάλαγο και τον κούρο.
Μ έφαγ ο κουρνιαχτός κι η ζέστα κι ήπια γλυκό νερό,
από χίλιες δυο πηγές και βρύσες.
Μέχρι και σε κρυφές μεριές, έψαξα κάποτες να βρω
-τ αθάνατο νερό- να πιω, να μην πεθάνω
Μια Βολά, ανέβαινα κάτι ξερολιθιές
-μέσα στο κάμα του καλοκαιριού-
σκασμένος και πλαντιαγμένος για λιγοστό νερό,
όταν ξεφύτρωσε ένα δεντρί, μ ανάρια τα κλαριά του.
Εκεί βρήκα και το ποθούμενο νερό.
Καλότυχο πού ναι το δεντρί -σκέφτηκα-
που ζει τα χίλια χρόνια.
Κατακαλόκαιρο βρέθηκα μια βολά και στα Τζουμέρκα,
εκεί πάνω απ το Ματσούκι και κατάκορφα στον Καταραχιά.
Θάτανε δυο χιλιάδες μέτρα ψηλά και βάλε,
Ήταν τότες που γύριζα στα βουνά τα ντοκιμαντερ μου
-Ελληνικοί Βιότοποι για την ΕΡΤ
κι έψαχνα να βρω τις πιο ψηλές πηγές του Άραχθου ποταμού.
Ανέβαινα ολομόναχος, κι αγκομαχόντας την ανηφόρα,
φορτωμένος με κάμερα και τριπόδι, ότανν κάλιασα
εκεί στα ψηλά σε μια στάνη και χωρίς να το περιμένω.
Τήραξα ολόγυρα και δεν υπήρχε ψυχή.
Αγνάντεψα κατ απάν και κατά κάτ και δεν κουνιόταν φύλλο.
Δίπλωσα τη γλώσσα με το δάχτυλο και σούριξα δυο φορές,
μπα και μ ακουρμαστείς κανένας απ τα γύρα.
Αντιλάλησε ο ήχος στη ρεματιά κι αντίς γι απόκριση,
πετάχτηκαν μέσ από μια αχυρικαλύβα δυο τσοπανόσκυλα
-θεριά ολάκερα- με σηκωμένο τρίχωμα και ξέσκεπα τα δόντια
κι όρμησαν κατά πάνω μου.
Τη μια με μπρόστιαζαν σβουρίζοντας
και την άλλη πισοδρομούσαν με σάλτα,
-σωστά λυσσάρικα σας λέω-
αλλά του λόγου μου μαθημένος από κάτι τέτοια, δεν κιότεψα.
Τα χούγιαξαν κάτι λιανόπαιδα που βγήκαν απ τα ψηλά
κι αυτά λούφαξαν.
Σαν σίμωσα, βρήκα τρία μικρά στην ηλικία αλλά καρδαμωμένα βλαχόπου-λα, που από μόνα τους κάνανε κουμάντο τη στάνη.
Αυτά άρμεγαν, αυτά σκάριζαν και στάλιζαν τα γιδοπρόβατα, κι ολημερίς πορδοκλανιότανε, μιας και δεν είχανε τίποτες άλλο να κάνουνε.
Μπουμπούναγε ο ένας τον άλλο χασκογελώντας και δε γλίτωσα ούτε και του λόγου μου, απ το χούι τους αυτό.
Όταν τους είπα πως θα βάλω αυτούς
και τα γιδοπρόβατα στο γυαλί,
τσάκωσαν απ τη χαρά τους ένα στερφόγιδο,
τ ανασκέλωσαν καταής και τ αποτέλειωσαν μ ένα μαυρομάνικο.
Κάψανε τρία δεμάτια ξύλα -στο φούρνο που ήτανε παρέκει
κι όταν έπεσε η θράκα,
πήραν τη σούβλα έτοιμη με το σφαχτάρι πάνω της
και τη βάλανε σε δυο σιδερόφουρκες, που ήτανε μπηγμένες
μέσα στο φούρνο ξεπίτηδες γι αυτή τη δουλειά
και κλείσανε το έμπα του φούρνου με πέτρες και με λάσπη.
Πιάσαμε όλοι μας σιμά κι ολόγυρα στο φούρνο να πρωθούμε,
γιατί αν και ήταν κατακαλόκαιρο και γιόμα, το κρύο ξούριζε.
Έφερε ο μικρότερος βουνίσιο αφρόγαλο
κι ανθότυρο παγούδα για προσφάι
και πιάσαμε την ψιλοκουβέντα, κολλημένοι στο φούρνο.
Είπαμε και τότες, καληώρα όπως και τώρα βλάχικες κουβέντες
κι άκουσα ιστορίες και μολογήματα με κασκαρίκες και χωρατά
για κάποιους στουρναρόβλαχους, π αλύχταγαν.
Μου είπαν και μια ιστορία για κάτι χαραμοφάηδες
που ζούσαν απ τις κλεψές και πως τα ζαγάρια,
είχανε μαγαρίσει ούλα τα μαντριά.
Τούτα τα τελευταία τα είπανε ανάκατα -όλοι μαζί-
κι ήταν τόσο αγανακτισμένοι, που ο μεγαλύτερος
έχωσε το χέρι κάτω απ τα σκουτιά του
κι έσουρε την καρκανιάρα του, όπως την έλεγε.
Ήταν ένα παλιό μακρύκανο εξάσφαιρο γκολτ
απ αυτά τα καουμπόικα, που παίρνουνε στο μύλο τους
έξη χοντρές σφαίρες τόμιγκαν.
Για να καταλαγιάσουν τα πνεύματα και να ηρεμήσουμε,
τους προετοίμασα να τους πω κι εγώ ένα ποίημα,
του πατριώτη τους του ποιητή Κώστα Κρυστάλη και τότε σώπασαν.
Τους το είπα αργά και με στόμφο,
για να δω και πως θα αντιδράσουν.
Ήθελα να μουν τσέλιγκας, να μουν ένας σκουτάρης
να πάω να ζήσω σε μανρί, σε ερημιές και δάση,
Νάχω κοπάδια πρόβατα, νάχω κοπάδια γίδια
κι ένα σωρό μαντρόσκυλα.
Νάχω και κόρη έμορφη, στεφανωτή μου να ναι
να με βοηθά στο σάλαγο, να με βοηθά στο γρέκι,
κι όταν θα τα σταλίζουμε, τα δειλινά στους ίσκιους,
στης ρεματιάς τη χλωρασιά, μαζί της να πλαγιάζω.
Να με κοιμίζει με φιλιά, στους δροσερούς της κόρφους.
Αυτό κι αν ήταν.
Έπεσε μουγκαμάρα κι ο καθένας, μπήκε στις δικές του σκέψεις.
Από δω και πέρα, η κουβέντα σοβάρεψε.
Είπαμε για κονάκια και ζευγαρώματα,
για στέφανα και προξενιές
και σαν πέρασαν κοντά δυο ώρες ακέριες,
άνοιξαν την πόρτα του φούρνου και βγάλανε από μέσα
ροδοκόκκινη και τραγανή τη γίδα, που έσταζε μοσχοβολιές.
Πελέκισαν το σφαχτάρι με μαεστρία σε κοψίδια
και πέσαμε όλοι μας με χέρια και με δόντια,
να το ξεκοκαλιάσουμε.
Οι αναμνήσεις έρχονται σκόρπιες κι ανάκατες στη θύμησή μου.
Ο δρόμος στα βουνά, συνεχώς αλαργεύει.
Όταν σταθείς κάπου και τηράξεις ολόγυρα,
νιώθεις πως βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά.
Αγναντεύεις τ αγριόγιδο που ξεκόβει απ τα ψηλά
σαν αφτιαστεί τον κρότο και σταματά.
Τειράει ολόγυρα και τσινάει από μόνο του.
Μετά παίρνει απίδρομο
κι αρχίζει να πηδά από κουντρί σε βράχο.
Τούτες τις ώρες σουράει κι ο τράγος απ τα ψηλά
κι αντιλαλεί το ρέμα.
Αυτός που τριγυρνάει ολομόναχος στα βουνά,
πρέπει να ξέρει όλα τα μυστικά τους.
Στις νεροσυρμές και στα ρέματα θέλει μεγάλη προσοχή,
γιατί βγαίνει αναπάντεχα ξωτικό,
για να ξαστεί και να λιαστεί στον ήλιο.
Οι νεράιδες βγαίνουν αργά τ απόβραδο,
όταν ισκιώνουν τα ριζά και τα νερά κοιμούνται.
Ορμηνεύει ο γέρο-τσοπάνης το γιο του.
-Να μη σουράς παράωρα, μην τραγουδάς τη νύχτα,
γιατί ξυπνά ο δρόκοντας, στης ποταμιάς τα δέντρα.
Μια βολά, πέρασα κι από ένα λιθαρόσπιτο,
απ αυτά που συναντάς καμιά φορά, ξεκομμένο στα βνά.
Με είχε πλαντάξει ο ήλιος.
Σίμωσα και κάθισα σε μια πλάκα δίπλα στην πόρτα
και κόλλησα την πλάτη, στις πέτρες που ίσκιωνανε.
Στην άλλη καθότανε μια βάβω κι έκλωθε.
‘Άφησε τη δρούγκα με την τλούπα της μισοκλωσμένη
και σίμωσε για ψιλοκουβέντα.
Δεν μου είπε για τα βάσανα και τη μοναξιά της,
αλλά απ αυτήν έμαθα, πως ζουν οι άνθρωποι στην Αθήνα.
-Καβάλα παιδάκ μ, ο ένας πάνω στον άλλο -μου είπε-
και ήθελε να της το βεβαιώσω.
Παρέκει ήταν και μια ομορφονιά,
που τέλευε με λάτες και γκιγούμια.
Είχε τα μάτια πετροπέρδικας και μάλαξε την ψυχή μου.
Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφεί
για τις ειδυλλιακές ποιμενικές σκηνές
κι ελάχιστες για τη δύσκολη ζωή, αυτών που ζούνε στα βουνά.
Κακή ζωή οπούχωμε – εμείς οι μαύροι βλάχοι,
το καλοκαίρι στα βνά – και το χειμώνα κάτω
κι αν αρρωστήσει και κανείς, – ε στο δρόμο τον αφήνουν.
Κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του χούγια. και τις δικές του ορέξεις.
Εμένα μ άρεγε, να γυρνάω ολομόναχος στα βουνά.
Δεν θα έκανα ποτές για δουλειά του γραφείου.
Δε θα μπορούσα να ζήσω κλειστός, στους τέσσερις τοίχους του.
Μ αυτά και με τούτα στο νου κατέβαινα τη γιδόστρατα,
γουρλωμένος απ το χνούδι που άφηνε γύρο μας η ασφάκα.
Σε λίγο θα φτάναμε στο εκκλησάκι της Παναγούλας,
για να σβήσουμε τη δίψα μας στα γάργαρα νερά της πηγής της.
Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΠΑΝΓΟΥΛΑΣ
Πάνω απ το εκκλησάκι της Παναγούλας, μόλις και φαίνονται οι κορφάδες απ τα πλατάνια της Δροσοπηγής.
Το εκκλησάκι της Παναγίας που είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και γιορτάζει το δεκαπενταύγουστο, είναι ένα απ τα πιο παλιά ερημοκλήσια της Βόνιτσας.
Είναι μεταβυζαντινό σε σχήμα ελεύθερου σταυρού και όπως αναφέ-ρει μια υπέρθυρη επιγραφή του, είναι χτισμένο το 1726 απ τον Μη-τροπολίτη της Άρτας, Ιωαννίκιο.
Εσωτερικά, εντυπωσιάζει η αγιογράφηση που καλύπτει όλους τους τοίχους και οι παραστάσεις είναι μικρών διαστάσεων, για να χωρέ-σουν όσο το δυνατόν περισσότερες.
Το εκκλησάκι αυτό έχει υποστεί μεγάλες φθορές, τόσο απ τα χρόνια που πέρασαν, όσο κι απ τους σεισμούς που ταλαιπωρούν την γύρω περιοχή. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία Ιωαννίνων έδεσε τελευταία το ερημακλήκι αυτό με σιδεριές, για να κρατηθεί στη θέση του, όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η Παναγούλα όπως τη λέμε -για να ξεχωρίζει απ τα άλλα εκκλησάκια είναι αφιερωμένα στη χάρη της και είναι επισκέψιμη όλο το χρό-νο. Εδώ γίνονται βαφτίσια, γάμοι και παρακλήσεις. Η πηγή της είναι εξήντα μέτρα πιο κάτω μέσα στη ρεματιά και σ ένα καταπράσινο τοπίο. Είναι χτισμένη πρόχειρα με πέτρες και κάθε χρόνο αλλάζει μορφή, γιατί με τις χειμωνιάτικες νεροποντές το νερό που κατέβαινει με ορμή τη ρεματιά, ξεθεμελιώνει τις πέτρες και την μπαζώνει ξανά με νέες φερτές ύλες.
Ο ΚΟΥΡΟΣ
Τις δυο πηγές που βρίσκονται στους πρόποδες του Αμαδαρού τις άφησα τελευταίες, μιας και σ αυτές κάθε χρόνο την άνοιξη, ζούμε ποιμενικές σκηνές, που μας έρχονται απ τα χρόνια τα παλιά.
Η μία είναι στα Πλατάνια της Παναγίας, που κουρεύει τα πρόβατά του ο Κώστας Καούρας και η άλλη πιο πέρα στο κονάκι του Γιώργου του Νάκα -του τσέλιγκα- που μας ήρθε με τα κοπάδια του απ τα Τζουμέρκα και στέριωσε εδώ.
Οι πηγές στα ριζοβούνια είναι ιδανικοί χώροι, για το κούρεμα των προβάτων.
Απ την προηγούμενη του κούρου πλένουν σ αυτές τα αρνιά για να απαλλαγούν απ τα σάφαρα και τις βρόμες και ξαναπλένεται το μαλλί μετά τον κούρο σε χλιαρό νερό και μεσα σε μεγάλα καζάνια, για να καθαρίσει καλύτερα. Η ποιότητα του μαλλιού εξαρτάται απ το είδος, την ηλικία και το γένος των προβάτων. Μεγάλη σημασία παίζουν και οι συνθήκες διαβίωσης του κοπαδιού, όπως και η περιοχή που βόσκει το κοπάδι.
Η ζωή των ανθρώπων ήταν και είναι δεμένη απ τα χρόνια τα παλιά με τα γιδοπρόβατα, γιατί πέρα απ το κρέας, το γάλα και τα προϊόντα τους, μας δίνουν με το μαλλί υφαντά, στρωσίδια, φλοκάτες, κάπες και χίλια άλλα δυο χρειαζούμενα. Για την απολαβή αυτών των αγαθών, οι αρχαίοι τιμούσανε τους θεούς με θυσίες τη μέρα του κούρου,σφάζο-ντας αρνί στις ακτίνες του ήλιου κι άφηναν να χυθεί το αίμα του μέσα σε μια γούρνα, που σκαβανε στη Γης.
Το έθιμο αυτό κρατά από τότες, που τη βασιλεία στον ουρανό την είχε ο Ήλιος και τους Ακαρνάνες τους διαφέντευε ο Ακαρνάν, ο γιος του Αλκμέωνα και της Καλλιρρόης, που είχαν κληρονομιά το περίφημο περιδέραιο και το πέπλο της υπέρλαμπρης Αρμονίας, της κόρης του Άρη και της Αφροδίτης.
Λένε ακόμα πως οι κάτοικοί αυτής της ορεινής περιοχής, οι ξακουστοί κουρευτάδες των Ακαρνανικών βουνών, γεννήθηκαν πριν τη Σελήνη και ήταν όλοι τους απ το ισόθεο Πελασγικό γένος, παιδιά του Δία και της Νιόβης, που τους έφερε πάνω στα δασωμένα βουνά η μαύρη Γη, να γίνουν γένος των ανθρώπων.
Δεν κατακτήθηκαν ποτέ αυτοί οι ορεσίβιοι μακρυμάλληδες, οι γεν-ναίοι στην ψυχή και το σώμα κουρευτάδες των Ακαρνανικών βουνών ούτε κι απ αυτούς τους Δωριείς, μιας και δεν έχουν καμιά σχέση με τα ήθη, τα έθιμα τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, όπως μας αναφέρει και ο Γουστάβος Γκλότς, ερευνητής της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας.
Έτσι ριζωμένοι στα χνάρια του τόπου και της παράδοσης, διατήρη-σαν ανόθευτα τα ήθη και τα έθιμά τους.
Τα χρόνια πέρασαν. Ναοί αφιερωμένοι στον Ήλιο, τον Δία και τον Κρόνο, χαμένοι στους ορεινούς όγκους γκρεμίστηκαν. Ο χριτιανισμός, πήρε τα απομεινάρια αυτών των αρχαίων Ναών και τάκανε θεμέλια εκκλησιών. Πήρε κι απ τα τραγούδια τους κάτι απ το μακρύ – βραχύ για να ταιριάσει τους τόνους και τα έκανε ψαλμωδία, μα δεν μπόρεσε να βγάλει απ αυτούς τους ορεσίβιους, παλιά ήθη κι έθιμα -μιας άλλης εποχής- που χάνονται στα βάθη των χρόνων. Όπως και τότε έτσι και τώρα σαν πάρει η άνοιξη κι ανθίσει ο σφα-λαχτός και η αγράμπελη, αφήνουν οι Κουρήτες τα χειμαδιά τους κι ανηφορίζουν με τα κοπάδι τους, για τα ψηλά οροπέδια των Ακαρ-νανικών βουνών.
Εδώ πάνω στο Βάτο, στο Μπούμστο και την Ψηλή Κορφή χτίζουν τα γρέκια τους να ξεκαλοκαιριάσουν και ξαναζούν τη ζωή των προγόνων τους, κάνοντας θυσίες στη μητέρα Γη και στο θεό Ήλιο.
Κάποια μέρα της άνοιξης προγραμματίζεται κι ο κούρος στα Πλα-τάνια της Παναγιάς ή στη βρύση του Νάκα.
Απ τα χαράματα αρχίζει η σύναξη συγγενών και φίλων. Είναι αυτοί, που θα πάρουν μέρος στην τελετή του κούρου.
Πολλοί έρχονται με τις φαμίλιες τους κι από μόνος του ο καθένας έχει και τη δικιά του δουλειά. Άλλοι ανάβουνε φωτιές, άλλοι στειροχωρίζουνε αρνιά που θα βά-λουν στη σούβλα κι άλλοι τροχάνε ψαλίδια.
Όλοι γυροφέρνουν καθένας με τα δικά του, μέχρι να βάλει ο τσέλικας τη φωνή.
-Για αφήστε τα αυτά ορέ παιδιά και πιάστε τα ψαλιδιά. Μας πήρε το γιόμα. Τι γιόμα.Χάραμα είναι, όταν αρχίζουν τα ψαλίδια το τραγούδι τους. Τ αρνιά βγαίνουνε απ τη στρούγκα το ένα πίσω απ το άλλο στη σειρά και περνάνε μπροστά απ τους κουρευτάδες που τ αρπάζουν και τα ανασκελώνουν καταής για ν αρχίσει το κούρεμα.
Κάθε κουρευτής έχει και τον δικό του τρόπο κουρέματος. Άλλοι αρχίζουν το κούρεμα απ την κοιλιά, άλλοι απ τα πόδια και άλλοι απ το λαιμό.
Ολόγυρα αχολογούν κουδούνια, βελάσματα, γαβγίσματα, ορμήνιες, και βρισίες. Τα κοκορέτσα που είναι για προσφάι, ετοιμάζονται πρώ-τα. Οι πίτες φουρνίζονται κι οι γάστρες μπαίνουνε στο χώμα. Τα σφαχτάρια που είναι για το γιόμα, μπαίνουν στις σούβλες κι οι νυφοθυγατέρες κερνούν τους κουρευτάδες. Αυτές φροντίζουνε να μην τους λείψει τίποτες.
Απ τις γυναίκες άλλες τσουβαλιάζουν μαλλί, άλλες στρίβουνε κω-λόκουρα κι άλλες δένουν ποκάρια.
Αποκουρεύοντας παίρνουνε μια ανάσα να ξανασάνουν και πλενονται στην πηγή. Τα σφαχτάρια βγαίνουν απ τη φωτιά, το ένα μετά το άλλο. Πελεκιόντε με μαεστρία σε κοψίδια και στρώνονται όλοι τους στο φαγοπότι. Οι ευχές που ακούγονται, είναι πολλές.
Να τα χιλιάσεις Τσέλιγκα.
Νάχεις πολλά τα πρόβατα κι αμέτρητα τα γίδια.
Να τα σουράς να χαίρεσαι και να τα καμαρώνεις.
Ν αρμέγεις κάθε πρόβατο και εννιά αρμεγές να βγάζει.
Να διαφεντεύεις στα βουνά, ν ακούγεσαι στον κάμπο.
Τα χρόνια περνούν και οι άνθρωποι φεύγουν.
Η μαγεία της παράδοσης μένει.
Όσο ο άνθρωπος θα βρίσκεται ριζωμένος σε τούτη εδώ τη Γη,
θ’ ακούει μέσα του το τραγούδι της
κι όσο οι αόρατες δυνάμεις του ζωογόνου ήλιου θα τον ζεσταίνουν,
Αυτός, ο Άνθρωπος,
θα του χρωστά μια θυσία, στο λιόγερμα για στην ανατολή του.
Γ. Μπελεσιώτης