Τα παιχνίδια που παίζαμε στα παιδικά μου χρόνια ήταν ο μπίκος, η αμπάρτζα, η σκλέτζα, η γρούνα με τις τζόρες κι άλλα πολλά και τηρούσαμε πάντα τους νόμους και τους κανόνες τους, μ ευλάβεια.
Όμως το καλλίτερο παιχνίδι μας, ήταν η μάχη που δίναμε με τα μεγάλα κίτρινα σερσέγγια.
Είχαν φωλιάσει στην παμπάλαια πέτρινη μάντρα του Μαρκαντώνη, που άρχιζε απ το σπίτι του Αλέξη του Μάρη κι έφτανε μέχρι το μπακάλικο του Μασούρα.
Παίρναμε χούφτες τη λάσπη και μ αυτήν τους κλείναμε τις τρύπες.
Βγαίνανε τότε αυτά κοπαδιαστά και μας κυνηγούσαν.
Είχαμε όμως έτοιμες τις φουντωμένες κλάρες και μ αυτές κάναμε τη δική μας αντεπίθεση.
Γινόταν τότε, το έλα να δεις.
Κλείνανε πόρτες και παράθυρα στη γειτονιά, καθώς δεκάδες σερσέγκια βόγκαγαν στον αέρα, μέχρι που ένα απ αυτά τσίμπησε το φιλαράκι μου στο κεφάλι.
Πήγε να πεθάνει ο φίλος μου ο Νάσος.
Ο γιατρός ο Καλαντζής ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα απ το παζάρι στη Μπούχαλη και για μια ολόκληρη βδομάδα, πελέκισε τον φίλο μου στις σουβλιές.
Έβαζε την κοινόχρηστη για όλους μας βελόνα του, που απ την πολύ τη χρήση ήταν σαν καμάκι, σε ένα κουτάλι να πάρει κάνα δυο βράσεις για ν απολυμανθεί κι όταν στην έχωνε στον κώλο, πεταγόσουνα μέχρι το ταβάνι.
Εκεί να δεις πόνο.
Λες και σου κόβανε το ποδάρι. Άκουγες γιατρό και στο άψε – σβήσε σου περνούσαν όλα τα κακά.
Η αλήθεια είναι, πως όλα τα ξεπερνούσαμε εκτός απ την ελονοσία.
Άρχιζαν κάτι ρίγη στην πλάτη, που άπλωναν σιγά σιγά
σ ολόκληρο το κορμί. Μετά τα ρίγη γινόταν τρεμούλα.
Η τρεμούλα όλο κι άπλωνε, όλο και δυνάμωνε και στο τέλος ξέσπαγαν οι σπασμοί.
Με είχαν θυμάμαι στο κρεβάτι και με κράταγαν τρεις, για να μην πέσω στο πάτωμα.
Δε θυμάμαι τίποτα άλλο. Φάρμακα δεν υπήρχαν.
Αν άντεχες και ξεπερνούσες αυτή τη μάστιγα, που άφηνε και κουσούρια πίσω της, ήσουνα τυχερός.
Κουσούρια άφηναν κι όλες οι άλλες επιδημίες που μας ακολουθούσαν η μια μετά την άλλη.
Δεν περνούσε εποχή του χρόνου, χωρίς να μας επισκεφθεί και κάποια απ αυτές.
Διφθερίτιδα, Ιλαρά, ελονοσία, τύφος, κοκίτης ανεμοβλογιά και χίλιες άλλες δυο περνούσαν από όλους μας κι έφευγαν, αφήνοντας και κάποιο θύματα πίσω τους.
Από μικροί ξέραμε πως η επιδημία είναι μια αρρώστια που θα μας έπιανε όλους μας, είτε το θέλουμε είτε όχι.
Περνούσε πάνω μας και καθώς ήμασταν νηστικά, ζόρκα, ξυπόλητα, και μυξιάρικα, ούτε που την καταλαβαίναμε.
Αρκετοί έμεναν στο κρεβάτι, αν είχαν πυρετό και οι υπόλοιποι συνεχίζαμε τα παιχνίδια μας.
Στις δυσεντερίες δεν προλαβαίναμε να μαζέψουμε τα βρακιά μας.
Με το καρκαλέτσι, κακαρίζαμε όλοι μας σαν τα κοκόρια και πέφταμε ξερά στο χώμα, γιατί δε μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα.
Η ψώρα με την σταφυλοκοκκίαση ερχόταν αγκαλιαστές.
Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε στα θρανία, απ τα σπυριά που είχαμε στον κώλο κι ο δάσκαλός μας δε μας λυπότανε καθόλου.
Έψαχνε να βρει ευκαιρία για να μας δείρει, ακολουθώντας τις εντολές των πατεράδων μας
– Βάρτα δάσκαλε, μπας και βάλουνε μυαλό κι αυτός μας πελέκαγε στο ξύλο με τη βίτσα του, όταν κάναμε ζαβολιές, οι δεν ξέραμε το μάθημά μας.
Μας έριχνε δέκα μετρημένες βιτσιές στα ψωριασμένα χέρια και το αίμα έτρεχε ανάκατο με το πύον, απ τις πληγωμένες χούφτες μας. Σε μια επιδημία φυματιώδους μηνιγγίτιδας που μας ήρθε το 1944 ή το 1945 – δε θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά- χάθηκαν τέσσερα συνομήλικά μας, στην κωμόπολη μας των δυόμιση χιλιάδων κατοίκων.
Για μεγαλύτερους δεν ξέρω αν πέθαναν και πόσοι, ούτε και τι έγινε στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τότε δεν υπήρχαν σοφοί και ειδήμονες δημοσιογράφοι, να μετρούν τους πεθαμένους και να τρομοκρατούν τον κόσμο.
Όλες αυτές τις επιδημίες και όσες άλλες δε θυμάμαι, τις περάσαμε στο πόδι, χωρίς να τρέχουμε σε κλινικές και νοσοκομεία, που δεν υπήρχαν.
Ούτε και ιατρείο είχαμε.
Το φαρμακείο ήτανε στη πλατεία, κληρονομικό και παλιακό.
Όταν το 1937 πέθανε ο φαρμακοποιός της Βόνιτσας, οι κληρονόμοι του είχαν το δικαίωμα να το κρατήσουν για άλλα δέκα χρόνια ανοιχτό, με υπεύθυνο φαρμακοποιό.
Έτσι ήρθε σ αυτό ο πατέρας μου.
Ο χώρος του φαρμακείου ήταν γύρω στα 40 τ. μ. με τσιμεντένιο πάτωμα και το χώριζε στη μέση μια βιτρίνα με ντουλάπια.
Πάνω απ τα ντουλάπια υπήρχε μια σειρά από 30 περίπου συρτάρια με πορσελάνινες ταμπελίτσες, που σε ενημέρωναν για το περιεχόμενό τους.
Αυτά ήταν γεμάτα με βότανα, παράξενες ρίζες, μαλάχη, γλυκόριζα, λυκίσκο, δίκταμο, λεβάντα, χαμομήλι και άλλα.
Σε ένα συρτάρι έγραφε απ έξω ΜΑΝΝΑ και το άνοιξα.
Είχε μέσα κάτι σαν μουχλιασμένο ψωμί με πετιμέζι κι όταν ρώτησα τον πατέρα μου τι είναι αυτό, μου είπε πως είναι το μάννα, που έριξε ο θεός στους Εβραίους.
Το κοίταξα καλά κι έκλεισα το συρτάρι, χωρίς να κάνω άλλη ερώτηση.
Στις βιτρίνες που ήταν πάνω απ τα συρτάρια, υπήρχαν πολύχρωμα μπουκάλια γεμάτα με σκόνες, άλλα με σιρόπια και άλλα άδεια.
Τα κουτιά ήταν λιγοστά και αραιά βαλμένα, για να γεμίζει ο χώρος.
Πάνω στον μακρόστενο πάγκο που ήταν μπροστά απ τις βιτρίνες και είχε δυο συρτάρια, ήταν τοποθετημένες δύο ζυγαριές ακριβείας και δίπλα τους πολλά ζύγια διαφορετικού μεγέθους και βάρους, τοποθετημένα σε ξύλινες κασετίνες.
Υπήρχαν ακόμα πολλά και διαφορετικού μεγέθους πορσελάνινα γουδιά και γουδοχέρια.
Όλη τη μέρα θυμάμαι τον πατέρα μου με το γουδί στο χέρι, να φτιάχνει φάρμακα για επιληπτικούς, ζωμούς για αφροδισιακούς, ασβεστόνερο για φυματικούς, βαλανιδόζουμο για τον προστάτη, μελάνι για τα μωρά με πληγές στο στόμα και να τυλίγει σε σχήμα φακέλου δεκάδες σκονάκια.
Έφτιαχνε ιώδιο από κάτι σκουρόχρωμους κρυστάλλους και κινίνο σε σβόλους, από κάτι ίνες σαν αυτές του βαμβακιού, που τις έλιωνε μέσα στο γουδί με διαφανείς κρυστάλλους.
Υπήρχαν ακόμη ολόγυρα γάζες, επίδεσμοι, και άλλα πολλά.
Τα τσιρότα τα χρησιμοποιούσαν για τούς Μεξίτες (που ήταν μεγάλα σπυριά με πύον) και για το ξεγέρεμα, που ήταν κι αυτό ένα μεγάλο σπυρί που έβγαζε ο οργανισμός όταν γέρευε (έγιανε) απ την πείνα.
Τα έμπλαστρα ήταν για το ξεμέσιασμα και το λάβδανο ήταν ναρκωτικό, που αντικαταστούσε τον οδοντογιατρό.
Όταν είχαμε μεγάλο πονόδοντο, πηγαίναμε στο φαρμακοποιό και μας έβαζε με ένα σπιρτόξυλο, λάβδανο πάνω στο πονεμένο δόντι.
Πολλοί απ τους πελάτες έφερναν στον πατέρα μου από ευχαρίστηση και αμοιβή μία τσαντίλα με τυρί, μια καρδάρα γάλα, ένα πήλινο αγκιό με χοιρινές τσιγαρίδες, και ότι καλλίτερο είχαν.
Ο παπάς απ τα Παλιάμπελα -ο παπά Στέλιος- μας έφερε θυμάμαι ένα πελώριο καρπούζι.
Ήταν τόσο μεγάλο, που του μπήκαμε καβάλα εγώ και η αδελφή μου.
Πέρα απ τα βότανα που είχαμε στο φαρμακείο, υπήρχαν και πρακτικά φάρμακα που τα χρησιμοποιούσαν μαζί με ξόρκια οι γριές.
Αυτά ήταν βδέλλες για την πίεση, που τις πουλούσαν οι κουρείς και τις είχαν μέσα σε μεγάλες γυάλινες φιάλες και το βισγάδι που ήταν πολτός αποξηραμένου εντόμου, για τις πληγές με πύον.
Οι κουτσουλιές απ’ τις κότες ήταν ιδανικές για την κασίδα που είχαν κάποιοι στο κεφάλι και το γάλα της γαϊδούρα, γιατροσόφι για το καρκαλέτσι.
Το κάτουρο της γελάδας ήταν για τον πονόματο και πολλά άλλα για κάθε τσίμπημα φιδιού, μαρμάγκας ή σκορπιού.
Ο ιερομόναχος πάτερ Γυμνάσιος είχε εκδώσει στα χρόνια του μεσοπολέμου και βιβλίο με 369 συνταγές, για κάθε αρρώστια και πόνο του κορμιού.
Ο γιατρός μας –ο Πάνος ο Καλανζής – ήταν κι αυτός παλιακός και είχε μεγάλη πείρα.
Σε έβλεπε από μακριά και ήξερε τι αρρώστια έχεις.
Σου έκοβε τη συνταγή και σ έστελνε κατευθείαν στο φαρμακείο.
Απ το 1947 και μετά άρχισαν να κυκλοφορούν οι πικρές και κίτρινες ατεμπρίνες, οι σουλφαμίδες σε χάπια, σκόνη και αλοιφή και το γνωστό σε όλους μας κινίνο.
Όλα αυτά υπήρχαν, για να μας κρατάνε ζωντανούς.
Γιώργος Μπελεσιώτης