30 Νοεμβρίου 2023 12:16 μμ

ΟΙ ΛΙΓΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ ΩΡΕΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΑΝ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΓΕΝΙΑ

Ο Νίκος Μπελαβίλας, μαθητής της τρίτης γυμνασίου το 1973, ξαναφέρνει στη μνήμη του τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και την ενδοοικογενειακή σύγκρουση που προκάλεσαν

Πέμπτη απόγευμα μετά το σχολείο. Είμαστε ταραγμένοι γιατί ακούγαμε από τους συμμαθητές μας ό,τι συνέβαινε. Εγώ στην  τρίτη γυμνασίου, 14 χρόνων. Οι μεγάλες τάξεις είχαν φύγει από το 2ο Γυμνάσιο Πειραιά· είχαν ανεβεί στο Πολυτεχνείο. Η ασφάλεια ζητούσε τα απουσιολόγια των μεγάλων.

Πείθουμε τον πατέρα να μας πάει στην Αθήνα. Ανεβαίνουμε με το αυτοκίνητο και βλέπω μια κατάσταση που δεν την είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Η Πατησίων, η Στουρνάρη, η Τοσίτσα, η Μπουμπουλίνας με χιλιάδες κόσμο. Νέοι, γέροι… ένα πανηγύρι. Είναι Πέμπτη. Ακόμη η ασφάλεια δεν έχει πλησιάσει στους γύρω χώρους.

Προκηρύξεις. Διαβάζω και τα χάνω. Προκηρύξεις που για πρώτη φορά στη ζωή μου διαβάζω ελεύθερα. ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος έχει τολμήσει να τυπώσει ένα χαρτί που γράφει «Κάτω η χούντα». Εικόνες με κρεμάλες για τον φασισμό.

Είχα μεγαλώσει σε ένα σπίτι με πατέρα εξόριστο, με την ασφάλεια να κάνει εφόδους, μαθημένος από πολύ μικρός να μην εκφράζομαι προς τα έξω, να μη μεταφέρω πολιτικά σχόλια που άκουγα στις συζητήσεις των μεγάλων, να μην αγγίζω τα απαγορευμένα βιβλία και δίσκους που υπήρχαν κρυμμένα στο σπίτι. Και εκεί τα έβλεπα όλα χύμα στον δρόμο, ελεύθερα.

Περπατάμε γύρω γύρω. Υπάρχει κόσμος καθισμένος στο χορτάρι, στην Τοσίτσα. Ζευγαράκια, παρέες, συζητήσεις, κιθάρες. Είναι κόσμος που ανεβοκατεβαίνει τη Στουρνάρη με προκηρύξεις. Ή με σακούλες με τρόφιμα και φάρμακα. Τα δίνουν στους φοιτητές από τα κάγκελα.

Έχει πάει αργά. Κάποια στιγμή, κατά τις δέκα έντεκα η ώρα, λέει ο πατέρας μου «φεύγουμε». Βρίσκουμε το αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε από τη Χαριλάου Τρικούπη προς την Αλεξάνδρας. Εκείνη τη στιγμή ο γερο-Μπελαβίλας γυρίζει στο πίσω κάθισμα και μου λέει: «Νίκο, δώσ’ μου τις προκηρύξεις».

Είναι σίγουρος ότι την επομένη θα πάω μες στην αφέλειά μου να τις μοιράσω στο σχολείο.

– Δεν πρόκειται να σου τις δώσω.

– Δώσ’ μου τις.

– Είσαι συντηρητικός, φασίστας λέω στον αντάρτη του ΕΛΑΣ, τον Μακρονησιώτη, τον εξόριστο της Γυάρου. Τόσο μου έκοβε

Θυμωμένος, ανοίγω το τζάμι ενός από τα πίσω παράθυρα του αυτοκινήτου και τις πετάω σε μια Χαριλάου Τρικούπη γεμάτη αστυνομία.

Και τότε ο πατέρας μου ρίχνει μια σφαλιάρα που τη θυμάμαι ακόμη.

ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ. ΔΙΑΒΑΖΩ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΝΩ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΩ ΟΤΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟΛΜΗΣΕΙ ΝΑ ΤΥΠΩΣΕΙ ΕΝΑ ΧΑΡΤΙ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ»

Την επόμενη νύχτα μας κλείδωσε μέσα. Έδωσε οδηγίες σε έναν κομματικό σύντροφό του που ζούσε σε γειτονική πολυκατοικία να μας προσέχει. Κάναμε τρομερό επεισόδιο. Φύγανε με τη μάνα μου. Ανέβηκαν στο Πολυτεχνείο, γύρισαν τα ξημερώματα βουρκωμένοι από τα δακρυγόνα.

Περάσαμε όλη τη νύχτα ακούγοντας από το μεγάλο έπιπλο ραδιο-πικάπ στο σαλόνι μας μέχρι το τέλος τη φωνή του Δημήτρη Παπαχρήστου από τον σταθμό του Πολυτεχνείου. Και την Deutsche Welle που μετέδιδε τις ειδήσεις από την Αθήνα.

Το πρωί στο σχολείο οι δυο μεγάλες τάξεις λείπουν. Έχει τανκ στο Δημοτικό Θέατρο στον Πειραιά και στην Αγία Τριάδα. Μας κλείνουν στις τάξεις οι δάσκαλοί μας. Ο Σπύρος Παργινός –φιλόλογος, δημοκρατικός, από την Κέρκυρα– μας κλείνει μέσα, προσπαθεί να μας ησυχάσει. Εμείς αντιδρούμε. Tου λέμε: «Μα σκότωσαν φοιτητές στο Πολυτεχνείο». Μας μιλάει και κάποια στιγμή ανοίγει την τσάντα του και βγάζει ένα παλιό βιβλίο. Αρχίζει να μας διαβάζει «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» του Κάλβου.

Παίρνουν τηλέφωνο τους γονείς μας, τους γονείς όλων των τάξεων: «Ελάτε να τους μαζέψετε. Ετοιμάζονται να ανέβουν στο Πολυτεχνείο». Θέλαμε να ανέβουμε την επόμενη μέρα ενώ είχαν ήδη μπουκάρει η αστυνομία και ο στρατός.

Μας πήραν κατά τις δέκα έντεκα οι γονείς. Νομίζω ότι θα πάμε σπίτι. Ήρθαν έξω από το σχολείο, μας βάζουν στο αυτοκίνητο και ο πατέρας μου οδηγεί προς την Αθήνα. Περνάμε από την Πατησίων και βλέπουμε την καταστροφή. Το τανκ ίσως βρίσκεται ακόμη μέσα· δεν θυμάμαι. Μακελεμένα τα πάντα. Φεύγουμε – δεν γυρνάμε σπίτι.

Η οικογένεια βγαίνει στην παρανομία, μαζί και τα παιδιά. Πηγαίνουμε να μείνουμε σε ένα εξοχικό κάπου στην Αττική.

Από εκεί ο πατέρας παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Έλεγε: «Δεν έχω όρεξη να με πιάσουν ξανά». Γυρίσαμε στον Πειραιά ύστερα από μερικές μέρες, αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν είχαν αρχίσει συλλήψεις στα παλιά κλιμάκια της Αριστεράς.

Από το 1974 μέχρι και σήμερα το βράδυ κάθε 16 του Νοέμβρη, την παραμονή της επετείου, περπατάω την ίδια διαδρομή, μόνος μου. Δεν μπορώ ούτε να το ξεπεράσω ούτε να το ξεχάσω. Με έναν μεταφυσικό τρόπο έχω την ανάγκη να ανακαλέσω τη μνήμη εκείνης της νύχτας.

Είναι εκείνες οι λίγες ώρες που άλλαξαν μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά μας.

 

Ο Νίκος Μπελαβίλας είναι καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ